......»Καλοκαίρι και μια βόλτα με το αυτοκίνητο ήταν ό,τι χρειαζόμασταν εκείνη τη ζεστή βραδιά. Το αεράκι που έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα, ανέμιζε τα μαλλιά μου, χαρίζονταν μας τη δροσιά του. Σιγοτραγουδούσα και τον χάιδευα στην πλάτη. Η νυχτερινή περιπλάνηση μάς έβγαλε πιο ψηλά από το χωριό Κοσκινού, στον Προφήτη Ηλία. Ένα τεράστιο πλάτωμα στην κορυφή του και στην άκρη το μοναστήρι. Στα πόδια μας τα καβουράκια και η Καλλιθέα και δεξιά το χωριό. Ένα μικρό αλσάκι έδινε τη δική του νότα ομορφιάς σ’ αυτόν τον όμορφο λόφο. Εκεί, κάτω από ένα δέντρο κάναμε έρωτα μέσα στο αυτοκίνητο. Δεθήκαν τόσο καλά τα κορμιά μας που μετά δυσκολίας καταφέραμε να χωριστούμε. Ήμουν βέβαιη για τον πόθο του για μένα, όμως ένοιωσα την ανάγκη να επιβεβαιώσω και την αγάπη του. Έτσι τον ρώτησα
“Πες μου καρδιά μου, πόσο πολύ με αγαπάς;”
“Πόσο πολύ, τι;” με ρώτησε κάνοντας δήθεν πως δεν άκουσε.
“Δεν μου έχεις πει ποτέ τι αισθάνεσαι για μένα”
Δεν μιλούσε, απλά με κοίταζε. Δεν μου έλεγε αυτό που τόσο πολύ επιθυμούσα να ακούσω. “Λοιπόν, θα μου πεις αν μ’ αγαπάς;”
“Όσο πατάει η γάτα, μωρό μου!” ήταν η απάντηση του.
“Μμ! Θα την ταΐζω πολύ καλά αγάπη μου, για να πάθει ελεφαντίαση!” του είπα και τον αγκάλιασα σφιχτά ενώ εκείνος είχε σκάσει στα γέλια.
“Νιάου, μωρό μου” άκουσα από τα χείλη του και κατάλαβα ότι μου έλεγε σ’ αγαπώ. Πέταξα στα σύννεφα, είχα ακούσει ένα διαφορετικό “σ’ αγαπώ” και αυτό μου ήταν αρκετό.
»Εκεί ψηλά και δίπλα στο μικρό εξωκλήσι άκουσα το πρώτο “σ’ αγαπώ” έστω και στη γατίστικη γλώσσα. Ήταν η πρώτη φορά που μου το έλεγε έστω και μεταφορικά, όταν εγώ το είχα πει εκατομμύρια φορές. Από τότε, πάντα άκουγα το νιαούρισα του σε κάθε στιγμή μας. Το “σ’ αγαπώ” μου το είχε πει μόνο δυο τρεις φορές..... (Στ έλλα. απόσπασμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου