ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα στην Κρήτη και ζω μόνιμα στη Ρόδο,διατηρώ εδώ και αρκετά χρόνια μια επιτυχημένη επιχείρηση.Είμαι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το θέατρο και έχω πάρει μέρος σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.Αφιερώνω ώρες από τον ελεύθερό μου χρόνο για την συγγραφή παιδικών παραμυθιών και ιστοριών,θεατρικών έργων,καθώς επίσης μυθιστορημάτων και αφηγημάτων.Έχω βραβευτεί σε διαγωνισμό από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών για το διήγημα «Άρωμα ελευθερίας».Γράφω από μικρή ηλικία προσπαθώντας πάνω στο άψυχο χαρτί να δώσω ζωή μέσα από τις σκέψεις και τη φαντασία.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Η δύναμη του θέλω!
Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη


Την απόλυτη ησυχία, που επικρατούσε στο προαύλιο της εκκλησίας, έσπασε η βροντερή φωνή του ιερέα. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος!»
Τα αναμμένα κεριά σκόρπιζαν άπλετα το Άγιο φως, γύρω μου! Ευχές ξεχύθηκαν από τα στόματα των εκκλησιαζομένων, ενώ οι κροτίδες και τα βεγγαλικά φώτιζαν τον ουρανό, τη γλυκιά αυτή νύχτα της Αναστάσεως! Έψαξα γύρω μου και σας αναζήτησα! Δεν ήσασταν πουθενά! Κοίταξα την άσπρη λαμπάδα μου.
«Χριστός Ανέστη, παιδί μου! Χριστός Ανέστη, νεράιδα μου! Χριστός Ανέστη, γιέ μου!» είπα σιγανά.
Τα μάτια μου απέμειναν καρφωμένα στη χρυσοκίτρινη φλόγα. Αναστέναξα! «Βλέπε τους, Χριστέ μου! Ας μπορούσα, Θεέ μου, να τους δω έστω και λίγο!» Έκανα την προσευχή μου στον Ύψιστο και τότε… Τότε η φλόγα του κεριού μεγάλωσε κι ένα δεύτερο κερί ήρθε δίπλα του, μετά ένα τρίτο, ένα τέταρτο, κι άλλο, κι άλλο! Ένας τεράστιος λαμπαδοφορημένος δρόμος ανοίχτηκε μπροστά μου! Χιλιάδες Αναστάσιμες λαμπάδες τον είχαν φωτίσει. Μια φωνή με καλούσε να τον διαβώ.
«Πάτα πάνω στις φλόγες!» είπε σιγά.
«Θα καώ!» δείλιασα!
Εκείνη, εξακολούθησε να με παροτρύνει να τον διανύσω. «Μη φοβάσαι».
Έβγαλα τα παπούτσια μου και πάτησα πάνω στο πρώτο κερί. Δεν καιγόμουν! Αντιθέτως μια παράξενη αίσθηση δροσιάς με πλημμύρησε! Άρχισα να περπατάω πάνω στις φλόγες! Κάθε κερί γινόταν μια πόλη, άλλοτε πάλι μία χώρα και άλλοτε μία ήπειρος. Και με οδηγούσαν πάνω σε κάμπους, βουνά, θάλασσες και ωκεανούς! Και τα κεριά λιγόστευαν! Τα μέρη που περνούσα ήταν άγνωστα. Ξένα! Και μέσα σε αυτήν την ξενιτιά μια εκκλησία με περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές! Μέσα βρίσκονταν η νεράιδα μου, η κόρη μου και ο γιος μου! Στα χέρια τους κρατούσαν το φως της Αναστάσεως, όπως κι εγώ! Άπλωσα τα χέρια και τους έκλεισα στην αγκαλιά μου.
«Χριστός Ανέστη, παιδιά μου! Νεράιδα μου, Χριστός Ανέστη!!» φώναξα χαρούμενη!
«Αληθώς Ανέστη, γιαγιά! Δες! Έφερα αβγά να τσουγκρίσουμε! Θα σου το σπάσω και φέτος γιαγιάκα μου, όπως πέρυσι, θυμάσαι;»
Το χαμογελαστό της μουτράκι ήταν μπροστά μου και στα χεράκια της κρατούσε δυο κόκκινα αβγά!
«Αγάπη μου!» είπα ενώ οι φλόγες των κεριών χάνονταν σιγά-σιγά από τα μάτια μου! Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, για να φτάσει το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου, ως τα πέρατα του κόσμου! Ως την άκρη της γης, εκεί, που έφτασε και εμένα η δύναμη του «θέλω» και της αγάπης μου! Χρόνια πολλά!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου