Η Μοναξιά
και η Θύμηση
Άδικα έψαχνε απελπισμένα, απεγνωσμένα
να βρει ένα χέρι να την ακουμπήσει, ένα στόμα της μιλήσει. Κανείς δεν ήταν
διατεθειμένος να της χαρίσει οτιδήποτε. Ούτε καν μια αγκαλιά, ένα χάδι ένα λόγο
παρηγοριάς. Όλοι την μισούσαν θανάσιμα και την αγαπούσαν παθιασμένα! Όλοι την
απέφευγαν και την ζητούσαν απελπισμένα…… Κουράστηκε από αυτήν την μάταιη
αναζήτηση και άφησε το κορμί της σαν κάτι
εντελώς άχρηστο να ξεκουραστεί σε μια πέτρα. Κάθισε πάνω σε αυτή και σκούπισε
το καταϊδρωμένο πρόσωπο της ένα πικρό παράπονο ξεχύθηκε δειλά από τα χείλη της.
« Δεν φταίω εγώ για αυτό που είμαι.
Δεν φταίω!»
« Καμιά μας δεν φταίει! Καμιά μας!»
Η φωνή που ακούστηκε την ξάφνιασε και γύρισε γρήγορα
το κεφάλι να δει από πού ερχόταν. Πίσω
της καθόταν μια γυναίκα, η μισή ήταν μια πεντάμορφη νέα και η άλλη μισή μια
κακογερασμένη γριά! Άρχισε να την
παρατηρεί προσεχτικά. Τα ρούχα της τα μισά μαύρα κατάμαυρα και τα άλλα ραμμένα
με μια πανδαισία χρωμάτων. Στάθηκε το βλέμμα της στο πρόσωπο της; Τι παράξενο που ήταν! Χαρούμενο και
θλιμμένο συνάμα. Το στόμα της το μισό χαμογελαστό και το υπόλοιπο σφιγμένο. Τα μάτια
της το ένα σαν να χανόταν σε μια απέραντη ευτυχία και το άλλο γεμάτο δάκρυα…… «Ποια είσαι;» την ρώτησε και αμέσως συνέχισε
Όποια και αν είσαι και μόνο που μου έδωσες σημασία, που απάντησες στην ερώτηση
μου, έγινες σημαντική για μένα! Ευχαριστώ!»
«Πως
σε λένε;» την ρώτησε η παράξενη άγνωστη
«
Μοναξιά! Εσένα;»
«Θύμηση!»
«Θύμηση!
Είσαι η εκείνη που αγαπούν όλοι! Μέσα σου κρύβεις τις αναμνήσεις! Τώρα
καταλαβαίνω το παρουσιαστικό σου … οι καλές και οι κακές»
«Μοναξιά!
Είσαι η αιτία για να ζω εγώ!»
«Η
μια συμπληρώνει την άλλη»
Η
Θύμηση σηκώθηκε και κάθισε δίπλα στη Μοναξιά.
«Εγώ
ανασκαλίζω τις θύμησες…» είπε η Θύμηση
«Στις
ατελείωτες ώρες της Μοναξιάς» συμπλήρωσε
η Μοναξιά……. Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη ( απόσπασμα)