Ασήκωτη η προσμονή
Ώρα έξι πμ. Το ξυπνητήρι χτυπούσε επίμονα, όμως εκείνη δεν είχε τη δύναμη και το κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι και να πατήσει το μαγικό κουμπί, που θα το έκανε να πάψει πρωινιάτικα. Άκουσε μια νυσταγμένη φωνούλα δίπλα της, γεμάτη παράπονο να της λέει
«Γιαγιά, κλείσε αυτό το παλιοξυπνητήρι!!»
Ανασήκωσε τα σκεπάσματα και με χέρι τρεμάμενο σταμάτησε τον πρωινό συναγερμό που είχε σημάνει. Γύρισε στη μικρή νεράιδα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της, την πήρε αγκαλιά και έπιασε και με τα δυο χέρια το μουτράκι της.
«Μικρούλα, πρέπει να σηκωθούμε! Έφτασε η ώρα!»
«Μείνε ακόμα λίγο, γιαγιά! Κάνει κρύο και είναι τόσο ζεστά εδώ!»
«Μακάρι, κοριτσάκι μου, να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο, και να σε κρατήσω για πάντα στην αγκαλιά μου!» Της χάιδεψε τα μαλλιά και ρούφηξε το άρωμα, από το παιδικό σαμπουάν, βαθιά μέσα της!
«Δεν θέλω να πάω στην Αυστραλία!» Άλλο ένα παράπονο βγήκε από το πανέμορφο στοματάκι.
«Και αν δεν πας μικρή μου κυρία, πώς θα έρθει η γιαγιά να σε δει; Πώς θα σταματήσει να φοβάται τα αεροπλάνα, αν δεν την βοηθήσεις εσύ;»
«Εντάξει γιαγιά, θα πάω!» είπε με δυνατή φωνή.
«Ναι κοριτσάκι μου, και να ξέρεις ότι η γιαγιά θα σε αγαπάει πάντα! Για πες, ζωή μου, πόσο σ’ αγαπώ;»
«Πολύ, υπερβολικά!» απάντησε και άνοιξε διάπλατα τα χεράκια της.
«Έτσι ομορφιά μου, όπως σου το λέω χρόνια τώρα, πολύ, υπερβολικά! Να το θυμάσαι πάντα, μου το υπόσχεσαι;»
«Ναι, όπως υποσχέθηκα και στο μπαμπά να μην βγάλω ποτέ τον σταυρό του από το λαιμό μου!»
«Πρέπει να κρατάς τις υποσχέσεις που δίνεις!» Της χάρισε ένα χάδι στο ροδοκόκκινο από τον ύπνο, μαγουλάκι της.
«Θα τις κρατάω, γιαγιά»
«Νομίζω είναι ώρα να σηκωθούμε. Άκου, η μαμά έχει ήδη σηκωθεί, όπως και ο παππούς»
«Δεν θα κοιμηθούμε ξανά μαζί, γιαγιά;» τη ρώτησε.
«Και βέβαια Χρύσα μου, όταν με το καλό γυρίσεις από εκεί που θα πας».
Η Χρύσα σηκώθηκε από το κρεβάτι, ενώ εκείνη έμεινε ακίνητη να σκέφτεται πως η κάθε σκηνή που θα εκτυλισσόταν αυτό το πρωινό του Μάρτη, τη μιάμιση ώρα που απέμενε ως το αντίο, θα ήταν η τελευταία. Μιας παράστασης που κράτησε τριάντα χρόνια, από την ώρα που έφερε στον κόσμο την κόρη της και επτά από τότε που κι εκείνη έφερε τη δική της!
Μετά από χρόνια ο έρωτας, για τη Χαρά, που ξαναχτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, ερχόταν από την άλλη άκρη της γης! Η απόσταση και ο χρόνος δεν κατάφεραν να βάλουν κανένα εμπόδιο να τον σταματήσουν! Αντιθέτως, τον μεγάλωσαν, τον θέριευσαν, με αναμενόμενη κατάληξη: το γάμο! Έναν γάμο με όλους τους καλούς οιωνούς. Την αγάπη και το σεβασμό. Την κατανόηση και την εμπιστοσύνη.
Το μόνο μαύρο σημάδι, που υπήρχε από την αρχή, ήταν ο ξενιτεμός! Ο αποχωρισμός, για κείνη, από τα παιδιά της. Από την κόρη και την εγγονή της.
Σκούπισε τα δάκρυα, τα οποία έτρεχαν ασταμάτητα, πέταξε μακριά τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Σε λιγότερο από μισή ώρα, και πριν ακόμα ετοιμάσει το γάλα της μικρής νεράιδας και το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού της Χαράς, το σπίτι γέμισε από φίλους και συγγενείς. Είχαν έρθει να τις αποχαιρετίσουν. Δεν έβλεπε κανέναν τους. Κοίταζε μια την εγγονή και μια την κόρη της! Δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο από τις τελευταίες στιγμές που θα περνούσε μαζί τους.
Κράτησε τη μικρή Χρύσα αγκαλιά, χωρίς να τη σφίγγει, μην τυχόν και την πονέσει. Έπνιξε τη φωνή της για να μη φωνάξει δυνατά στην κόρη της «μη φεύγεις παιδί μου! Μη μου την παίρνεις!»
Ποτέ δεν κατάλαβε πώς τα κατάφερνε ο χρόνος και όταν δεν ήθελε να περάσει, αυτός κυλούσε και χανόταν σαν νερό. Οι δείκτες του ρολογιού έτρεχαν, κάνοντας αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο, τικ-τακ, τικ- τακ, που τρυπούσε το μυαλό και μάτωνε την καρδιά της. Όταν πάλι, έπρεπε να φύγει γρήγορα, να περάσει η καταραμένη ώρα, τότε οι δείκτες πάγωναν, έμεναν στάσιμοι σε ένα σημείο, ενώ μια απόλυτη σιωπή απλωνόταν παντού.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει! Οι βαλίτσες φορτωθήκαν, και το μόνο που έμενε να δοθεί ήταν η τελευταία αγκαλιά. Πώς να σηκωθεί από την καρέκλα; Πώς ν’ απλώσει τα χέρια στην κόρη της, πώς να τη φιλήσει; Πώς να της πει «στο καλό»; Πώς να αγκαλιάσει τη μικρή της νεράιδα και να πει «αντίο»; Πώς να κοιτάξει τα μελιά ματάκια όταν ξέρει ότι θα κάνει χρόνια να τα δει; Πώς; Όμως, έπρεπε να το κάνει. Μηχανικά και με τρεμάμενα πόδια έφτασε και σταμάτησε στην πόρτα. Η κόρη της άπλωσε τα χέρια και τη φυλάκισε μέσα τους. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο λαιμό της και ψιθύρισε με σπασμένη φωνή από το κλάμα «παιδί μου!»
«Μαμά, μη μου το κάνεις αυτό! Μην κλαις, σε παρακαλώ! Μη μου δυσκολεύεις τούτη την ώρα!»
«Όχι! Όχι, παιδί μου!» Είδε τα βουρκωμένα μάτια της Χαράς και πήρε μια βαθιά ανάσα οξυγόνου. Όρθωσε το σώμα. Έκανε πέτρα την καρδιά να μη ραγίσει, βράχο το κορμί να μη λυγίσει και με σταθερή φωνή συνέχισε «στο καλό! Καλό ταξίδι! Η ευχή μου να σε ακολουθεί όπου και αν πας, σε ό,τι και αν κάνεις! Μη ξεχνάς πως πάντα θα είμαι εδώ στην πόρτα να σε περιμένω!»
Η Χαρά έφυγε από κοντά της, αφού πρώτα της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
«Νεράιδα! Έλα κοντά μου! Έλα στη γιαγιά!» φώναξε στην εγγονή της.
Η Χρύσα σταμάτησε μπροστά της. Έπιασε το πολυαγαπημένο προσωπάκι της μικρής στα δυο της χέρια και κάρφωσε τα κλαμένα μάτια πάνω του. «Χρυσάκι μου, ζωή μου, καλό ταξίδι! Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ, υπερβολικά! Θέλω να μου προσέχεις τη μαμά για να μπορεί κι εκείνη να προσέχει εσένα. Έτσι, ακριβή μου; Θέλω ακόμη να προσέχεις και το Μανώλη, για να μπορεί κι αυτός με τη σειρά του να κάνει το ίδιο για σένα και τη μαμά. Ναι;»
«Ναι, γιαγιά! Σ΄ αγαπώ πολύ!»
«Κι εγώ, μωρό μου!»
«Γιαγιά, γιατί κλαις;»
«Δεν κλαίω, καρδιά μου, δεν κλαίω!»
Κράτησε, από την τελευταία εκείνη εικόνα, το βλέμμα της Χρύσας. Εκείνα τα λυπημένα και απορημένα παιδικά ματάκια που την έβλεπαν κλαμένη για πρώτη φορά.
Έφυγαν… Χάθηκαν… Έμεινε μόνη να κοιτάζει τον άδειο δρόμο. Δεν είχε το κουράγιο να πάει στο αεροδρόμιο να τους αποχαιρετίσει. Δεν θα το άντεχε! Μπήκε αργά στο σπίτι και άφησε τη στεναχώρια και τη λύπη να ξεχυθεί από τα σωθικά της, που τόση ώρα έψαχναν μια διέξοδο φυγής. Θα έκανε χρόνια να δει τα παιδιά της. Ήταν ασήκωτο το φορτίο της προσμονής που φόρτωσαν στους ώμους της. Τριάντα ολόκληρα χρόνια δεν είχε αποχωριστεί ποτέ από την κόρη της. Ποτέ! Δούλευαν ακόμα και στον ίδιο χώρο. Κάτι σποραδικά ταξίδια, πέντε ή δέκα ημερών, ήταν η διάρκεια του χωρισμού τους.
Όταν η κόρη παντρεύτηκε για πρώτη φορά, πήγε να μείνει μόνο λίγα μέτρα μακριά της, και όταν και εκείνη έγινε μάνα, μεγάλωναν και πρόσεχαν μαζί το θησαυρό τους. Αρκετές ήταν οι φορές που «τσακώνονταν» για το που θα κοιμηθεί η νεράιδα. Πάντα νικούσε η γιαγιά, μιας και η Χαρά δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παρακαλετό της ύφος.
Η Χρύσα ήταν η ζωή της. Αμέτρητες ήταν οι φορές που έδιωχναν τον παππού να πάει στο άλλο δωμάτιο να κοιμηθεί, για να έχουν ολόκληρο το διπλό κρεβάτι οι δυο τους. Να πουν παραμύθια που η ίδια έγραφε. Να ταξιδέψουν παρεούλα σε μαγικά κάστρα, σε ουρανούς γεμάτους αστέρια. Να ψάξουν το χαμένο καγκουρίκι, τον Τζινάρ! Να βρουν τρόπους ώστε να παντρέψουν τον ήλιο με τη σελήνη. Να πάρουν μαζί το πρωινό τους. Να παίξουν, να κυλιστούν στα πατώματα. Να βγουν στην αυλή και να κόψουν λουλούδια. Να ζωγραφίσουν. Να κάνουν ό,τι κάνει η κάθε χαζογιαγιά με την εγγονή της!
Κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πριν δεκαπέντε λεπτά. Πριν φύγουν. Έπιασε το κεφάλι με τα δυο της χέρια. Ένα παραμιλητό άρχισε να βγαίνει από τα λυπημένα χείλη. Έλεγε όλα εκείνα που ήθελε να πει και δεν τα είπε μόνο και μόνο για να μη στενοχωρήσει την κόρη της. Τα ψιθύριζε στο Θεό, να τα μεταφέρει Εκείνος με το δικό του τρόπο. ΟΧΙ! Δεν βαρυγκωμούσε που το παιδί της πήγαινε να συναντήσει την ευτυχία. Έδινε χιλιάδες ευχές, μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς της, να στρωθούν χρυσά χάλια στους δρόμους όπου θα βάδιζαν εκείνη, ο άντρας της και η Χρύσα. Παρακαλούσε το Θεό, η ξένη χώρα που θα τις φιλοξενούσε να άνοιγε μια τεράστια αγκαλιά να τις έκλεινε μέσα και να γινόταν πιο ζέστη, πιο τρυφερή από τη δική της.
Ήξερε πως ο άνθρωπος, που επέλεξε η Χαρά, δεν αγαπούσε μόνο εκείνη, άλλα και τη νεράιδα. Ήταν σίγουρη για την ευτυχία που θα τους χάριζε. Όμως! Η απόσταση που τους χώρισε, τεράστια! Δεν μπορούσε να τη διανύσει για πολλούς και διάφορους λόγους. Η απουσία τους αβάσταχτη. Η Χαρά και η εγγονή της στην πιο μακρινή ήπειρο. Η Χρύσα της θα μεγάλωνε χωρίς εκείνη να μαζέψει αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια. Δεν θα ήταν δίπλα της να της πει, με το παραπονιάρικο υφάκι της, πως η μαμά τη μάλωσε. Δεν θα έτρεχε να κρυφτεί στην ποδιά της, όταν θα είχε κάνει τις αταξίες της. Δεν θα της χάιδευε τα καστανόξανθα σαν μετάξι μαλλάκια. Δεν θα την άκουγε πια, παρά μόνο από την κρύα συσκευή του τηλεφώνου. Δεν θα την έβλεπε, πέρα από το παγωμένο skype, και το πιο σημαντικό για κείνη, δεν θα μπορούσε να την ακουμπήσει!
Σηκώθηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Τα ρουχαλάκια της μικρής, ήταν διάσπαρτα στο κρεβάτι και στο πάτωμα, όπως τα πέταξε πάνω στη βιασύνη της να ντυθεί για να φύγει. «Να φύγει!» Σκέφτηκε τα λόγια της όταν είπε «γιαγιά, άσε με να ντυθώ! Πρέπει να φύγω!» Τα μάζεψε και τα έσφιξε για λίγο στο στήθος. Άρχισε να τα διπλώνει. Τα ροζ πιτζάμακια, τα έβαλε δίπλα στο μαξιλάρι. Το μαύρο σορτσάκι με το ασημοκεντημένο μπλουζάκι και το λευκό καλσόν, πάνω στο κομοδίνο, ενώ τα μαύρα παπουτσάκια, τύπου μπαλαρίνας, τα στόλισε στη γωνιά του δωματίου. Εκεί θα τα έβρισκε η Χρύσα όταν θα ερχόταν για διακοπές.
Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε από το σπίτι. Πήγε στη δουλειά. Πόσο άδειος και κρύος ήταν ο χώρος της εργασίας τους. Έλειπαν το γέλιο και τα αστεία της Χαράς. Ξαφνικά ο κόσμος έχασε κάθε ενδιαφέρον, ένιωσε τόση μοναξιά, και ας είχε τόσους ανθρώπους γύρω της. Για καιρό τα μάτια της ήταν πάντα βουρκωμένα και κόκκινα από το σφίξιμο, για να μην βλέπουν τα δάκρυά της. Τις νύχτες όμως, τα άφηνε να ξεχυθούν, για να βγάλει από μέσα της τον πόνο από την απουσία τους.
Ο χρόνος κυλάει αργά χωρίς εκείνες. Τις βρίσκει, όμως, μέσα στις φωτογραφίες που έχει τοποθετήσει σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα στα οποία έχουν αφήσει δικά τους σημάδια επάνω. Κάνει υπομονή και περιμένει. Περιμένει την ημέρα που θα σταθεί και πάλι στην πόρτα να τους υποδεχτεί.
Όμως, είναι ασήκωτο το φορτίο της προσμονής!
Στον Μανόλη, τη Χαρά και τη νεράιδα της ζωής μου, τη Χρύσα. 11- 3 - 2014
Ώρα έξι πμ. Το ξυπνητήρι χτυπούσε επίμονα, όμως εκείνη δεν είχε τη δύναμη και το κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι και να πατήσει το μαγικό κουμπί, που θα το έκανε να πάψει πρωινιάτικα. Άκουσε μια νυσταγμένη φωνούλα δίπλα της, γεμάτη παράπονο να της λέει
«Γιαγιά, κλείσε αυτό το παλιοξυπνητήρι!!»
Ανασήκωσε τα σκεπάσματα και με χέρι τρεμάμενο σταμάτησε τον πρωινό συναγερμό που είχε σημάνει. Γύρισε στη μικρή νεράιδα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της, την πήρε αγκαλιά και έπιασε και με τα δυο χέρια το μουτράκι της.
«Μικρούλα, πρέπει να σηκωθούμε! Έφτασε η ώρα!»
«Μείνε ακόμα λίγο, γιαγιά! Κάνει κρύο και είναι τόσο ζεστά εδώ!»
«Μακάρι, κοριτσάκι μου, να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο, και να σε κρατήσω για πάντα στην αγκαλιά μου!» Της χάιδεψε τα μαλλιά και ρούφηξε το άρωμα, από το παιδικό σαμπουάν, βαθιά μέσα της!
«Δεν θέλω να πάω στην Αυστραλία!» Άλλο ένα παράπονο βγήκε από το πανέμορφο στοματάκι.
«Και αν δεν πας μικρή μου κυρία, πώς θα έρθει η γιαγιά να σε δει; Πώς θα σταματήσει να φοβάται τα αεροπλάνα, αν δεν την βοηθήσεις εσύ;»
«Εντάξει γιαγιά, θα πάω!» είπε με δυνατή φωνή.
«Ναι κοριτσάκι μου, και να ξέρεις ότι η γιαγιά θα σε αγαπάει πάντα! Για πες, ζωή μου, πόσο σ’ αγαπώ;»
«Πολύ, υπερβολικά!» απάντησε και άνοιξε διάπλατα τα χεράκια της.
«Έτσι ομορφιά μου, όπως σου το λέω χρόνια τώρα, πολύ, υπερβολικά! Να το θυμάσαι πάντα, μου το υπόσχεσαι;»
«Ναι, όπως υποσχέθηκα και στο μπαμπά να μην βγάλω ποτέ τον σταυρό του από το λαιμό μου!»
«Πρέπει να κρατάς τις υποσχέσεις που δίνεις!» Της χάρισε ένα χάδι στο ροδοκόκκινο από τον ύπνο, μαγουλάκι της.
«Θα τις κρατάω, γιαγιά»
«Νομίζω είναι ώρα να σηκωθούμε. Άκου, η μαμά έχει ήδη σηκωθεί, όπως και ο παππούς»
«Δεν θα κοιμηθούμε ξανά μαζί, γιαγιά;» τη ρώτησε.
«Και βέβαια Χρύσα μου, όταν με το καλό γυρίσεις από εκεί που θα πας».
Η Χρύσα σηκώθηκε από το κρεβάτι, ενώ εκείνη έμεινε ακίνητη να σκέφτεται πως η κάθε σκηνή που θα εκτυλισσόταν αυτό το πρωινό του Μάρτη, τη μιάμιση ώρα που απέμενε ως το αντίο, θα ήταν η τελευταία. Μιας παράστασης που κράτησε τριάντα χρόνια, από την ώρα που έφερε στον κόσμο την κόρη της και επτά από τότε που κι εκείνη έφερε τη δική της!
Μετά από χρόνια ο έρωτας, για τη Χαρά, που ξαναχτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, ερχόταν από την άλλη άκρη της γης! Η απόσταση και ο χρόνος δεν κατάφεραν να βάλουν κανένα εμπόδιο να τον σταματήσουν! Αντιθέτως, τον μεγάλωσαν, τον θέριευσαν, με αναμενόμενη κατάληξη: το γάμο! Έναν γάμο με όλους τους καλούς οιωνούς. Την αγάπη και το σεβασμό. Την κατανόηση και την εμπιστοσύνη.
Το μόνο μαύρο σημάδι, που υπήρχε από την αρχή, ήταν ο ξενιτεμός! Ο αποχωρισμός, για κείνη, από τα παιδιά της. Από την κόρη και την εγγονή της.
Σκούπισε τα δάκρυα, τα οποία έτρεχαν ασταμάτητα, πέταξε μακριά τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Σε λιγότερο από μισή ώρα, και πριν ακόμα ετοιμάσει το γάλα της μικρής νεράιδας και το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού της Χαράς, το σπίτι γέμισε από φίλους και συγγενείς. Είχαν έρθει να τις αποχαιρετίσουν. Δεν έβλεπε κανέναν τους. Κοίταζε μια την εγγονή και μια την κόρη της! Δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο από τις τελευταίες στιγμές που θα περνούσε μαζί τους.
Κράτησε τη μικρή Χρύσα αγκαλιά, χωρίς να τη σφίγγει, μην τυχόν και την πονέσει. Έπνιξε τη φωνή της για να μη φωνάξει δυνατά στην κόρη της «μη φεύγεις παιδί μου! Μη μου την παίρνεις!»
Ποτέ δεν κατάλαβε πώς τα κατάφερνε ο χρόνος και όταν δεν ήθελε να περάσει, αυτός κυλούσε και χανόταν σαν νερό. Οι δείκτες του ρολογιού έτρεχαν, κάνοντας αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο, τικ-τακ, τικ- τακ, που τρυπούσε το μυαλό και μάτωνε την καρδιά της. Όταν πάλι, έπρεπε να φύγει γρήγορα, να περάσει η καταραμένη ώρα, τότε οι δείκτες πάγωναν, έμεναν στάσιμοι σε ένα σημείο, ενώ μια απόλυτη σιωπή απλωνόταν παντού.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει! Οι βαλίτσες φορτωθήκαν, και το μόνο που έμενε να δοθεί ήταν η τελευταία αγκαλιά. Πώς να σηκωθεί από την καρέκλα; Πώς ν’ απλώσει τα χέρια στην κόρη της, πώς να τη φιλήσει; Πώς να της πει «στο καλό»; Πώς να αγκαλιάσει τη μικρή της νεράιδα και να πει «αντίο»; Πώς να κοιτάξει τα μελιά ματάκια όταν ξέρει ότι θα κάνει χρόνια να τα δει; Πώς; Όμως, έπρεπε να το κάνει. Μηχανικά και με τρεμάμενα πόδια έφτασε και σταμάτησε στην πόρτα. Η κόρη της άπλωσε τα χέρια και τη φυλάκισε μέσα τους. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο λαιμό της και ψιθύρισε με σπασμένη φωνή από το κλάμα «παιδί μου!»
«Μαμά, μη μου το κάνεις αυτό! Μην κλαις, σε παρακαλώ! Μη μου δυσκολεύεις τούτη την ώρα!»
«Όχι! Όχι, παιδί μου!» Είδε τα βουρκωμένα μάτια της Χαράς και πήρε μια βαθιά ανάσα οξυγόνου. Όρθωσε το σώμα. Έκανε πέτρα την καρδιά να μη ραγίσει, βράχο το κορμί να μη λυγίσει και με σταθερή φωνή συνέχισε «στο καλό! Καλό ταξίδι! Η ευχή μου να σε ακολουθεί όπου και αν πας, σε ό,τι και αν κάνεις! Μη ξεχνάς πως πάντα θα είμαι εδώ στην πόρτα να σε περιμένω!»
Η Χαρά έφυγε από κοντά της, αφού πρώτα της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
«Νεράιδα! Έλα κοντά μου! Έλα στη γιαγιά!» φώναξε στην εγγονή της.
Η Χρύσα σταμάτησε μπροστά της. Έπιασε το πολυαγαπημένο προσωπάκι της μικρής στα δυο της χέρια και κάρφωσε τα κλαμένα μάτια πάνω του. «Χρυσάκι μου, ζωή μου, καλό ταξίδι! Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ, υπερβολικά! Θέλω να μου προσέχεις τη μαμά για να μπορεί κι εκείνη να προσέχει εσένα. Έτσι, ακριβή μου; Θέλω ακόμη να προσέχεις και το Μανώλη, για να μπορεί κι αυτός με τη σειρά του να κάνει το ίδιο για σένα και τη μαμά. Ναι;»
«Ναι, γιαγιά! Σ΄ αγαπώ πολύ!»
«Κι εγώ, μωρό μου!»
«Γιαγιά, γιατί κλαις;»
«Δεν κλαίω, καρδιά μου, δεν κλαίω!»
Κράτησε, από την τελευταία εκείνη εικόνα, το βλέμμα της Χρύσας. Εκείνα τα λυπημένα και απορημένα παιδικά ματάκια που την έβλεπαν κλαμένη για πρώτη φορά.
Έφυγαν… Χάθηκαν… Έμεινε μόνη να κοιτάζει τον άδειο δρόμο. Δεν είχε το κουράγιο να πάει στο αεροδρόμιο να τους αποχαιρετίσει. Δεν θα το άντεχε! Μπήκε αργά στο σπίτι και άφησε τη στεναχώρια και τη λύπη να ξεχυθεί από τα σωθικά της, που τόση ώρα έψαχναν μια διέξοδο φυγής. Θα έκανε χρόνια να δει τα παιδιά της. Ήταν ασήκωτο το φορτίο της προσμονής που φόρτωσαν στους ώμους της. Τριάντα ολόκληρα χρόνια δεν είχε αποχωριστεί ποτέ από την κόρη της. Ποτέ! Δούλευαν ακόμα και στον ίδιο χώρο. Κάτι σποραδικά ταξίδια, πέντε ή δέκα ημερών, ήταν η διάρκεια του χωρισμού τους.
Όταν η κόρη παντρεύτηκε για πρώτη φορά, πήγε να μείνει μόνο λίγα μέτρα μακριά της, και όταν και εκείνη έγινε μάνα, μεγάλωναν και πρόσεχαν μαζί το θησαυρό τους. Αρκετές ήταν οι φορές που «τσακώνονταν» για το που θα κοιμηθεί η νεράιδα. Πάντα νικούσε η γιαγιά, μιας και η Χαρά δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παρακαλετό της ύφος.
Η Χρύσα ήταν η ζωή της. Αμέτρητες ήταν οι φορές που έδιωχναν τον παππού να πάει στο άλλο δωμάτιο να κοιμηθεί, για να έχουν ολόκληρο το διπλό κρεβάτι οι δυο τους. Να πουν παραμύθια που η ίδια έγραφε. Να ταξιδέψουν παρεούλα σε μαγικά κάστρα, σε ουρανούς γεμάτους αστέρια. Να ψάξουν το χαμένο καγκουρίκι, τον Τζινάρ! Να βρουν τρόπους ώστε να παντρέψουν τον ήλιο με τη σελήνη. Να πάρουν μαζί το πρωινό τους. Να παίξουν, να κυλιστούν στα πατώματα. Να βγουν στην αυλή και να κόψουν λουλούδια. Να ζωγραφίσουν. Να κάνουν ό,τι κάνει η κάθε χαζογιαγιά με την εγγονή της!
Κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πριν δεκαπέντε λεπτά. Πριν φύγουν. Έπιασε το κεφάλι με τα δυο της χέρια. Ένα παραμιλητό άρχισε να βγαίνει από τα λυπημένα χείλη. Έλεγε όλα εκείνα που ήθελε να πει και δεν τα είπε μόνο και μόνο για να μη στενοχωρήσει την κόρη της. Τα ψιθύριζε στο Θεό, να τα μεταφέρει Εκείνος με το δικό του τρόπο. ΟΧΙ! Δεν βαρυγκωμούσε που το παιδί της πήγαινε να συναντήσει την ευτυχία. Έδινε χιλιάδες ευχές, μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς της, να στρωθούν χρυσά χάλια στους δρόμους όπου θα βάδιζαν εκείνη, ο άντρας της και η Χρύσα. Παρακαλούσε το Θεό, η ξένη χώρα που θα τις φιλοξενούσε να άνοιγε μια τεράστια αγκαλιά να τις έκλεινε μέσα και να γινόταν πιο ζέστη, πιο τρυφερή από τη δική της.
Ήξερε πως ο άνθρωπος, που επέλεξε η Χαρά, δεν αγαπούσε μόνο εκείνη, άλλα και τη νεράιδα. Ήταν σίγουρη για την ευτυχία που θα τους χάριζε. Όμως! Η απόσταση που τους χώρισε, τεράστια! Δεν μπορούσε να τη διανύσει για πολλούς και διάφορους λόγους. Η απουσία τους αβάσταχτη. Η Χαρά και η εγγονή της στην πιο μακρινή ήπειρο. Η Χρύσα της θα μεγάλωνε χωρίς εκείνη να μαζέψει αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια. Δεν θα ήταν δίπλα της να της πει, με το παραπονιάρικο υφάκι της, πως η μαμά τη μάλωσε. Δεν θα έτρεχε να κρυφτεί στην ποδιά της, όταν θα είχε κάνει τις αταξίες της. Δεν θα της χάιδευε τα καστανόξανθα σαν μετάξι μαλλάκια. Δεν θα την άκουγε πια, παρά μόνο από την κρύα συσκευή του τηλεφώνου. Δεν θα την έβλεπε, πέρα από το παγωμένο skype, και το πιο σημαντικό για κείνη, δεν θα μπορούσε να την ακουμπήσει!
Σηκώθηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Τα ρουχαλάκια της μικρής, ήταν διάσπαρτα στο κρεβάτι και στο πάτωμα, όπως τα πέταξε πάνω στη βιασύνη της να ντυθεί για να φύγει. «Να φύγει!» Σκέφτηκε τα λόγια της όταν είπε «γιαγιά, άσε με να ντυθώ! Πρέπει να φύγω!» Τα μάζεψε και τα έσφιξε για λίγο στο στήθος. Άρχισε να τα διπλώνει. Τα ροζ πιτζάμακια, τα έβαλε δίπλα στο μαξιλάρι. Το μαύρο σορτσάκι με το ασημοκεντημένο μπλουζάκι και το λευκό καλσόν, πάνω στο κομοδίνο, ενώ τα μαύρα παπουτσάκια, τύπου μπαλαρίνας, τα στόλισε στη γωνιά του δωματίου. Εκεί θα τα έβρισκε η Χρύσα όταν θα ερχόταν για διακοπές.
Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε από το σπίτι. Πήγε στη δουλειά. Πόσο άδειος και κρύος ήταν ο χώρος της εργασίας τους. Έλειπαν το γέλιο και τα αστεία της Χαράς. Ξαφνικά ο κόσμος έχασε κάθε ενδιαφέρον, ένιωσε τόση μοναξιά, και ας είχε τόσους ανθρώπους γύρω της. Για καιρό τα μάτια της ήταν πάντα βουρκωμένα και κόκκινα από το σφίξιμο, για να μην βλέπουν τα δάκρυά της. Τις νύχτες όμως, τα άφηνε να ξεχυθούν, για να βγάλει από μέσα της τον πόνο από την απουσία τους.
Ο χρόνος κυλάει αργά χωρίς εκείνες. Τις βρίσκει, όμως, μέσα στις φωτογραφίες που έχει τοποθετήσει σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα στα οποία έχουν αφήσει δικά τους σημάδια επάνω. Κάνει υπομονή και περιμένει. Περιμένει την ημέρα που θα σταθεί και πάλι στην πόρτα να τους υποδεχτεί.
Όμως, είναι ασήκωτο το φορτίο της προσμονής!
Στον Μανόλη, τη Χαρά και τη νεράιδα της ζωής μου, τη Χρύσα. 11- 3 - 2014