ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα στην Κρήτη και ζω μόνιμα στη Ρόδο,διατηρώ εδώ και αρκετά χρόνια μια επιτυχημένη επιχείρηση.Είμαι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το θέατρο και έχω πάρει μέρος σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.Αφιερώνω ώρες από τον ελεύθερό μου χρόνο για την συγγραφή παιδικών παραμυθιών και ιστοριών,θεατρικών έργων,καθώς επίσης μυθιστορημάτων και αφηγημάτων.Έχω βραβευτεί σε διαγωνισμό από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών για το διήγημα «Άρωμα ελευθερίας».Γράφω από μικρή ηλικία προσπαθώντας πάνω στο άψυχο χαρτί να δώσω ζωή μέσα από τις σκέψεις και τη φαντασία.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ασήκωτη η προσμονή

Ασήκωτη η προσμονή

Ώρα έξι πμ. Το ξυπνητήρι χτυπούσε επίμονα, όμως εκείνη δεν είχε τη δύναμη και το κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι και να πατήσει το μαγικό κουμπί, που θα το έκανε να πάψει πρωινιάτικα. Άκουσε μια νυσταγμένη φωνούλα δίπλα της, γεμάτη παράπονο να της λέει 
«Γιαγιά, κλείσε αυτό το παλιοξυπνητήρι!!» 
Ανασήκωσε τα σκεπάσματα και με χέρι τρεμάμενο σταμάτησε τον πρωινό συναγερμό που είχε σημάνει. Γύρισε στη μικρή νεράιδα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της, την πήρε αγκαλιά και έπιασε και με τα δυο χέρια το μουτράκι της.
«Μικρούλα, πρέπει να σηκωθούμε! Έφτασε η ώρα!»
«Μείνε ακόμα λίγο, γιαγιά! Κάνει κρύο και είναι τόσο ζεστά εδώ!»
«Μακάρι, κοριτσάκι μου, να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο, και να σε κρατήσω για πάντα στην αγκαλιά μου!» Της χάιδεψε τα μαλλιά και ρούφηξε το άρωμα, από το παιδικό σαμπουάν, βαθιά μέσα της!
«Δεν θέλω να πάω στην Αυστραλία!» Άλλο ένα παράπονο βγήκε από το πανέμορφο στοματάκι.
«Και αν δεν πας μικρή μου κυρία, πώς θα έρθει η γιαγιά να σε δει; Πώς θα σταματήσει να φοβάται τα αεροπλάνα, αν δεν την βοηθήσεις εσύ;»
«Εντάξει γιαγιά, θα πάω!» είπε με δυνατή φωνή.
«Ναι κοριτσάκι μου, και να ξέρεις ότι η γιαγιά θα σε αγαπάει πάντα! Για πες, ζωή μου, πόσο σ’ αγαπώ;»
«Πολύ, υπερβολικά!» απάντησε και άνοιξε διάπλατα τα χεράκια της.
«Έτσι ομορφιά μου, όπως σου το λέω χρόνια τώρα, πολύ, υπερβολικά! Να το θυμάσαι πάντα, μου το υπόσχεσαι;»
«Ναι, όπως υποσχέθηκα και στο μπαμπά να μην βγάλω ποτέ τον σταυρό του από το λαιμό μου!»
«Πρέπει να κρατάς τις υποσχέσεις που δίνεις!» Της χάρισε ένα χάδι στο ροδοκόκκινο από τον ύπνο, μαγουλάκι της.
«Θα τις κρατάω, γιαγιά»
«Νομίζω είναι ώρα να σηκωθούμε. Άκου, η μαμά έχει ήδη σηκωθεί, όπως και ο παππούς»
«Δεν θα κοιμηθούμε ξανά μαζί, γιαγιά;» τη ρώτησε.
«Και βέβαια Χρύσα μου, όταν με το καλό γυρίσεις από εκεί που θα πας».
Η Χρύσα σηκώθηκε από το κρεβάτι, ενώ εκείνη έμεινε ακίνητη να σκέφτεται πως η κάθε σκηνή που θα εκτυλισσόταν αυτό το πρωινό του Μάρτη, τη μιάμιση ώρα που απέμενε ως το αντίο, θα ήταν η τελευταία. Μιας παράστασης που κράτησε τριάντα χρόνια, από την ώρα που έφερε στον κόσμο την κόρη της και επτά από τότε που κι εκείνη έφερε τη δική της!
Μετά από χρόνια ο έρωτας, για τη Χαρά, που ξαναχτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, ερχόταν από την άλλη άκρη της γης! Η απόσταση και ο χρόνος δεν κατάφεραν να βάλουν κανένα εμπόδιο να τον σταματήσουν! Αντιθέτως, τον μεγάλωσαν, τον θέριευσαν, με αναμενόμενη κατάληξη: το γάμο! Έναν γάμο με όλους τους καλούς οιωνούς. Την αγάπη και το σεβασμό. Την κατανόηση και την εμπιστοσύνη.
Το μόνο μαύρο σημάδι, που υπήρχε από την αρχή, ήταν ο ξενιτεμός! Ο αποχωρισμός, για κείνη, από τα παιδιά της. Από την κόρη και την εγγονή της.
Σκούπισε τα δάκρυα, τα οποία έτρεχαν ασταμάτητα, πέταξε μακριά τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Σε λιγότερο από μισή ώρα, και πριν ακόμα ετοιμάσει το γάλα της μικρής νεράιδας και το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού της Χαράς, το σπίτι γέμισε από φίλους και συγγενείς. Είχαν έρθει να τις αποχαιρετίσουν. Δεν έβλεπε κανέναν τους. Κοίταζε μια την εγγονή και μια την κόρη της! Δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο από τις τελευταίες στιγμές που θα περνούσε μαζί τους.
Κράτησε τη μικρή Χρύσα αγκαλιά, χωρίς να τη σφίγγει, μην τυχόν και την πονέσει. Έπνιξε τη φωνή της για να μη φωνάξει δυνατά στην κόρη της «μη φεύγεις παιδί μου! Μη μου την παίρνεις!»
Ποτέ δεν κατάλαβε πώς τα κατάφερνε ο χρόνος και όταν δεν ήθελε να περάσει, αυτός κυλούσε και χανόταν σαν νερό. Οι δείκτες του ρολογιού έτρεχαν, κάνοντας αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο, τικ-τακ, τικ- τακ, που τρυπούσε το μυαλό και μάτωνε την καρδιά της. Όταν πάλι, έπρεπε να φύγει γρήγορα, να περάσει η καταραμένη ώρα, τότε οι δείκτες πάγωναν, έμεναν στάσιμοι σε ένα σημείο, ενώ μια απόλυτη σιωπή απλωνόταν παντού.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει! Οι βαλίτσες φορτωθήκαν, και το μόνο που έμενε να δοθεί ήταν η τελευταία αγκαλιά. Πώς να σηκωθεί από την καρέκλα; Πώς ν’ απλώσει τα χέρια στην κόρη της, πώς να τη φιλήσει; Πώς να της πει «στο καλό»; Πώς να αγκαλιάσει τη μικρή της νεράιδα και να πει «αντίο»; Πώς να κοιτάξει τα μελιά ματάκια όταν ξέρει ότι θα κάνει χρόνια να τα δει; Πώς; Όμως, έπρεπε να το κάνει. Μηχανικά και με τρεμάμενα πόδια έφτασε και σταμάτησε στην πόρτα. Η κόρη της άπλωσε τα χέρια και τη φυλάκισε μέσα τους. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο λαιμό της και ψιθύρισε με σπασμένη φωνή από το κλάμα «παιδί μου!»
«Μαμά, μη μου το κάνεις αυτό! Μην κλαις, σε παρακαλώ! Μη μου δυσκολεύεις τούτη την ώρα!»
«Όχι! Όχι, παιδί μου!» Είδε τα βουρκωμένα μάτια της Χαράς και πήρε μια βαθιά ανάσα οξυγόνου. Όρθωσε το σώμα. Έκανε πέτρα την καρδιά να μη ραγίσει, βράχο το κορμί να μη λυγίσει και με σταθερή φωνή συνέχισε «στο καλό! Καλό ταξίδι! Η ευχή μου να σε ακολουθεί όπου και αν πας, σε ό,τι και αν κάνεις! Μη ξεχνάς πως πάντα θα είμαι εδώ στην πόρτα να σε περιμένω!»
Η Χαρά έφυγε από κοντά της, αφού πρώτα της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
«Νεράιδα! Έλα κοντά μου! Έλα στη γιαγιά!» φώναξε στην εγγονή της.
Η Χρύσα σταμάτησε μπροστά της. Έπιασε το πολυαγαπημένο προσωπάκι της μικρής στα δυο της χέρια και κάρφωσε τα κλαμένα μάτια πάνω του. «Χρυσάκι μου, ζωή μου, καλό ταξίδι! Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ, υπερβολικά! Θέλω να μου προσέχεις τη μαμά για να μπορεί κι εκείνη να προσέχει εσένα. Έτσι, ακριβή μου; Θέλω ακόμη να προσέχεις και το Μανώλη, για να μπορεί κι αυτός με τη σειρά του να κάνει το ίδιο για σένα και τη μαμά. Ναι;»
«Ναι, γιαγιά! Σ΄ αγαπώ πολύ!»
«Κι εγώ, μωρό μου!»
«Γιαγιά, γιατί κλαις;»
«Δεν κλαίω, καρδιά μου, δεν κλαίω!»
Κράτησε, από την τελευταία εκείνη εικόνα, το βλέμμα της Χρύσας. Εκείνα τα λυπημένα και απορημένα παιδικά ματάκια που την έβλεπαν κλαμένη για πρώτη φορά.
Έφυγαν… Χάθηκαν… Έμεινε μόνη να κοιτάζει τον άδειο δρόμο. Δεν είχε το κουράγιο να πάει στο αεροδρόμιο να τους αποχαιρετίσει. Δεν θα το άντεχε! Μπήκε αργά στο σπίτι και άφησε τη στεναχώρια και τη λύπη να ξεχυθεί από τα σωθικά της, που τόση ώρα έψαχναν μια διέξοδο φυγής. Θα έκανε χρόνια να δει τα παιδιά της. Ήταν ασήκωτο το φορτίο της προσμονής που φόρτωσαν στους ώμους της. Τριάντα ολόκληρα χρόνια δεν είχε αποχωριστεί ποτέ από την κόρη της. Ποτέ! Δούλευαν ακόμα και στον ίδιο χώρο. Κάτι σποραδικά ταξίδια, πέντε ή δέκα ημερών, ήταν η διάρκεια του χωρισμού τους.
Όταν η κόρη παντρεύτηκε για πρώτη φορά, πήγε να μείνει μόνο λίγα μέτρα μακριά της, και όταν και εκείνη έγινε μάνα, μεγάλωναν και πρόσεχαν μαζί το θησαυρό τους. Αρκετές ήταν οι φορές που «τσακώνονταν» για το που θα κοιμηθεί η νεράιδα. Πάντα νικούσε η γιαγιά, μιας και η Χαρά δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παρακαλετό της ύφος.
Η Χρύσα ήταν η ζωή της. Αμέτρητες ήταν οι φορές που έδιωχναν τον παππού να πάει στο άλλο δωμάτιο να κοιμηθεί, για να έχουν ολόκληρο το διπλό κρεβάτι οι δυο τους. Να πουν παραμύθια που η ίδια έγραφε. Να ταξιδέψουν παρεούλα σε μαγικά κάστρα, σε ουρανούς γεμάτους αστέρια. Να ψάξουν το χαμένο καγκουρίκι, τον Τζινάρ! Να βρουν τρόπους ώστε να παντρέψουν τον ήλιο με τη σελήνη. Να πάρουν μαζί το πρωινό τους. Να παίξουν, να κυλιστούν στα πατώματα. Να βγουν στην αυλή και να κόψουν λουλούδια. Να ζωγραφίσουν. Να κάνουν ό,τι κάνει η κάθε χαζογιαγιά με την εγγονή της!
Κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πριν δεκαπέντε λεπτά. Πριν φύγουν. Έπιασε το κεφάλι με τα δυο της χέρια. Ένα παραμιλητό άρχισε να βγαίνει από τα λυπημένα χείλη. Έλεγε όλα εκείνα που ήθελε να πει και δεν τα είπε μόνο και μόνο για να μη στενοχωρήσει την κόρη της. Τα ψιθύριζε στο Θεό, να τα μεταφέρει Εκείνος με το δικό του τρόπο. ΟΧΙ! Δεν βαρυγκωμούσε που το παιδί της πήγαινε να συναντήσει την ευτυχία. Έδινε χιλιάδες ευχές, μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς της, να στρωθούν χρυσά χάλια στους δρόμους όπου θα βάδιζαν εκείνη, ο άντρας της και η Χρύσα. Παρακαλούσε το Θεό, η ξένη χώρα που θα τις φιλοξενούσε να άνοιγε μια τεράστια αγκαλιά να τις έκλεινε μέσα και να γινόταν πιο ζέστη, πιο τρυφερή από τη δική της.
Ήξερε πως ο άνθρωπος, που επέλεξε η Χαρά, δεν αγαπούσε μόνο εκείνη, άλλα και τη νεράιδα. Ήταν σίγουρη για την ευτυχία που θα τους χάριζε. Όμως! Η απόσταση που τους χώρισε, τεράστια! Δεν μπορούσε να τη διανύσει για πολλούς και διάφορους λόγους. Η απουσία τους αβάσταχτη. Η Χαρά και η εγγονή της στην πιο μακρινή ήπειρο. Η Χρύσα της θα μεγάλωνε χωρίς εκείνη να μαζέψει αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια. Δεν θα ήταν δίπλα της να της πει, με το παραπονιάρικο υφάκι της, πως η μαμά τη μάλωσε. Δεν θα έτρεχε να κρυφτεί στην ποδιά της, όταν θα είχε κάνει τις αταξίες της. Δεν θα της χάιδευε τα καστανόξανθα σαν μετάξι μαλλάκια. Δεν θα την άκουγε πια, παρά μόνο από την κρύα συσκευή του τηλεφώνου. Δεν θα την έβλεπε, πέρα από το παγωμένο skype, και το πιο σημαντικό για κείνη, δεν θα μπορούσε να την ακουμπήσει!
Σηκώθηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Τα ρουχαλάκια της μικρής, ήταν διάσπαρτα στο κρεβάτι και στο πάτωμα, όπως τα πέταξε πάνω στη βιασύνη της να ντυθεί για να φύγει. «Να φύγει!» Σκέφτηκε τα λόγια της όταν είπε «γιαγιά, άσε με να ντυθώ! Πρέπει να φύγω!» Τα μάζεψε και τα έσφιξε για λίγο στο στήθος. Άρχισε να τα διπλώνει. Τα ροζ πιτζάμακια, τα έβαλε δίπλα στο μαξιλάρι. Το μαύρο σορτσάκι με το ασημοκεντημένο μπλουζάκι και το λευκό καλσόν, πάνω στο κομοδίνο, ενώ τα μαύρα παπουτσάκια, τύπου μπαλαρίνας, τα στόλισε στη γωνιά του δωματίου. Εκεί θα τα έβρισκε η Χρύσα όταν θα ερχόταν για διακοπές.
Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε από το σπίτι. Πήγε στη δουλειά. Πόσο άδειος και κρύος ήταν ο χώρος της εργασίας τους. Έλειπαν το γέλιο και τα αστεία της Χαράς. Ξαφνικά ο κόσμος έχασε κάθε ενδιαφέρον, ένιωσε τόση μοναξιά, και ας είχε τόσους ανθρώπους γύρω της. Για καιρό τα μάτια της ήταν πάντα βουρκωμένα και κόκκινα από το σφίξιμο, για να μην βλέπουν τα δάκρυά της. Τις νύχτες όμως, τα άφηνε να ξεχυθούν, για να βγάλει από μέσα της τον πόνο από την απουσία τους.
Ο χρόνος κυλάει αργά χωρίς εκείνες. Τις βρίσκει, όμως, μέσα στις φωτογραφίες που έχει τοποθετήσει σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα στα οποία έχουν αφήσει δικά τους σημάδια επάνω. Κάνει υπομονή και περιμένει. Περιμένει την ημέρα που θα σταθεί και πάλι στην πόρτα να τους υποδεχτεί.
Όμως, είναι ασήκωτο το φορτίο της προσμονής!

Στον Μανόλη, τη Χαρά και τη νεράιδα της ζωής μου, τη Χρύσα. 11- 3 - 2014

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΣΤ,έλα


  ΣΤ,έλα
............Αναστέναξα και κάθισα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου,  Έκλεισε τα μάτια ξανά και άρχισε…
«Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, θα υποδεχόμασταν τον χρόνο όλοι μαζί στο σπίτι μας. Αφού δώσαμε όλες τις ευχές για μια χρονιά γεμάτη υγεία και χαρά, ντύθηκα γρήγορα για να τρέξω, να πετάξω αν μπορούσα να βρεθώ κοντά του. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πάτησα γρήγορα το γκάζι, ο δρόμος μού φαινόταν ατέλειωτος. Στο κάθισμα του συνοδηγού είχα το δώρο του, το αγαπημένο του άρωμα. Όταν χτύπησα την πόρτα του, έμεινα άφωνη μπροστά στο θέαμα που αντίκρισα. Όλο το σπίτι ήταν φωτισμένο με κεριά. Ξεπερνώντας την έκπληξη μου, μπήκα μέσα με το δεξί πόδι μες στην τρελή χαρά και σχεδόν φωνάζοντας
“Χρόνια πολλά, αγάπη μου! Καλή χρονιά!”
“Χρόνια πολλά, μωρό μου!” αντευχήθηκε εκείνος ενώ με σήκωσε στην αγκαλιά του και με στριφογύρισε φιλώντας. Όταν με άφησε κάτω μια ακόμα έκπληξη με περίμενε. Στο δάπεδο, στο τραπέζι, όπου και αν γύριζα τα μάτια μου, ήταν διάσπαρτα ροδοπέταλα. Ένα σπίτι γεμάτο κεριά και ροδοπέταλα. Τον κοιτούσα απορημένη.  Κατάλαβε την απορία μου και μου είπε.
“Για να περπατήσεις πάνω σε αυτά εσύ, Στέλλα!”
«Μα οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί. Είχε ετοιμάσει ένα πρωτοχρονιάτικο δείπνο που όσο λιτό κι αν ήταν, είχε ξεχωριστή αξία για μένα. Τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι πολύ καθημερινό μπορώ να πω. Μια καρμπονάρα.  Εμένα μου ζήτησε μόνο να καθίσω, ήθελε να με περιποιηθεί με τον δικό του τρόπο σαν ένας σωστός οικοδεσπότης. Με πόση όρεξη φάγαμε εκείνη την πρώτη βραδιά του χρόνου!  Και οι εκπλήξεις συνεχιστήκαν. Σηκώθηκε και αργά άνοιξε ένα μπλε κουτάκι σε σχήμα τριαντάφυλλου. Με μιας το στήθος μου στολίστηκε από έναν λευκόχρυσο σταυρό που φόρεσε στον λαιμό μου…»
»“Για να σε προσέχει πάντα, μωρό μου” είπε καθώς με γύριζε για να σφραγίσει με ένα ακόμα φιλί τα χείλη μου. Τότε του έδωσα και εγώ το δώρο μου, το άρωμα που του είχα αγοράσει. Με σήκωσε τρυφερά στα χέρια του και με πήγε στο υπνοδωμάτιο, μέσα από το λιγοστό φως των κεριών κατάφερα να διακρίνω τα ροδοπέταλα που ήταν στρωμένα στο κρεβάτι. Δάκρυα ευτυχίας ανέβηκαν στις άκρες των ματιών μου. “Σ’ αγαπώ πιο πολύ και από τη ζωή μου!” του είπα και αφέθηκα στα φιλιά του. Κάναμε πολλές φορές έναν τρελό, παράφορο έρωτα επάνω στα ροδοπέταλα. Με σεργιάνισε αρκετές φόρες στα σοκάκια της ηδονής.  Το ξημέρωμα της πρώτης μέρας του χρόνου μας βρήκε αγκαλιά, να του δίνω χιλιάδες υποσχέσεις αγάπης, καθώς ο ήλιος έριχνε τις πρώτες αχνές ακτίνες του στην δική του μεγάλη αγάπη, τη γη. Έφυγα όταν είχε ξημερώσει για τα καλά, έχοντας ζήσει μια παραμυθένια πρωτοχρονιά».

 »Έζησα ένα παραμύθι με τον Τσαμπίκο μου, τον άνθρωπο που αγαπώ πιο πάνω από τη ζωή μου. Η λέξη “ευτυχία” την οποία μου χάριζε, ήταν πολύ μικρή για να περιγράψω αυτό που εγώ ένοιωθα. Όλη η Ρόδος αγκάλιαζε την αγάπη που ζούσα. Κάναμε μπάνιο παίζοντας με τα κρυστάλλινα νερά στην τεράστια ακρογιαλιά της Λαχανιάς. Σβήναμε τον πόθο μας μέσα στην θάλασσα και στην καυτή άμμο της παραλίας. Ζούσα μια πρωτόγνωρη αγάπη. Ήξερα ότι με την ανατολή του ηλίου κάτι διαφορετικό με περίμενε. Και εγώ τον αγαπούσα!  Τον λάτρευα όλο και πιο πολύ»..... Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη Απο την συλλογή διηγημάτων "Έρωτες στα δωδεκάνησα

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η βουτιά του φεγγαριού


Η βουτιά του φεγγαριού

Βούτηξε το φεγγάρι στη θάλασσα... Βαρέθηκε τα μοναχικά σεργιανίσματα στον κατάμαυρο ουρανό! Έψαχνε απεγνωσμένα μια συντροφιά, ένα χέρι να το κρατήσει σφιχτά και να περπατήσουν μαζί! Ήθελε και εκείνο ένα ταίρι! Κουράστηκε να είναι μάρτυρας σε χιλιάδες υποσχέσεις αγάπης, σε φιλιά πόθου, πάθους, χωρισμού και αποχωρισμού. Ζήλευε τους ερωτευμένους κοινούς θνητούς! Αρκετές φόρες αναρωτιόταν πως ένιωθαν! Τι ήταν το αίσθημα της αγάπης, του έρωτα, που άκουγε από τα στόματα τους! Πήρε την απόφαση να ρωτήσει ένα ερωτοχτυπημένο ζευγάρι, μα καθώς το πλησίασε πρόσεξε πως ο νέος που τόση ώρα κρατούσε αγκαλιά τη νεαρή κοπέλα, είχε απομακρυνθεί από την αγκαλιά της. Εκείνη, κλαμένη, σήκωνε το χέρι και τον αποχαιρετούσε. Κοντοστάθηκε και φανερά απορημένο τη ρώτησε
- Γιατί κλαις;
- Για την αγάπη...
- Τι είναι αγάπη;
- Αγάπη είναι ένα δυνατό συναίσθημα. Είναι όμορφο και γλυκό. Είναι αυτό που σου δίνει ζωή, δύναμη! Χαρά και γέλιο! Αν αγαπάς, φωνάζεις δυνατά το Σ΄ ΑΓΑΠΩ και αντιλαλεί σ' ολόκληρη τη γη! Αν όμως, χάσεις αυτόν ή αυτήν που αγαπάς, τότε γίνεται πόνος, δάκρυ. Θάνατος σωστός ο ζωντανός χωρισμός. Δεν μπορεί να τον αντέξει η καρδιά, ούτε το κορμί! Είσαι ένας ζωντανός νεκρός.
-Φτάνει!! Φώναξε το φεγγάρι.
- Ναι, φτάνει! Καλύτερα να μη γνωρίσεις πότε την αγάπη, αν είναι να γευτείς τον πόνο της. Η κοπέλα έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρια της και ξέσπασε σε ένα ερωτικό μοιρολόι.
Το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά στον ουρανό και βούτηξε στη θάλασσα, μη αντέχοντας να την ακούει... Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Ένα κομμάτι χαρτί!


Ένα κομμάτι χαρτί!

....... Έκλεισα τα μάτια μου, τ΄ αφτιά μου και έμεινα σιωπηλή περιμένοντας.... Τι; Δεν ήξερα, αν ήθελα να δω  αν ήθελα ν΄ ακούσω . Απλά περίμενα. Ο κόσμος είχε σκοτεινιάσει γύρω μου και ξαφνικά η ζωή μου φάνηκε με περισσότερη απόχρωση του γκρίζου. Κι όμως η μέρα είχε ξεκινήσει υπέροχα! Κούρνιασα στην αγκαλιά σου και δέχτηκα τα γλυκά σαν μέλι φιλιά σου. Βάλσαμο τα χάδια σου στη ψυχή μου! Και η ευτυχία μπροστά μου χαμογελαστή μου έκλεινε το μάτι. Ούτε και εκείνη πρόσεξε την αντίζηλο της την δυστυχία που  παράμερα καιροφυλακτούσε να αδράξει την ευκαιρία για να την εκδικηθεί! Και τα κατάφερε! Λίγες ώρες μόνο μετά τα μάτια μου δάκρυσαν και ο πόνος της καρδιάς με γονάτισε. Ξεσκίστηκε σαν παλιό κουρέλι στο στήθος μου και οι παλμοί της ανέβαιναν επικίνδυνα! 
  "Σταμάτα, ηρέμησε". φώναξα!"που θα φτάσεις"
 " Στο πουθενά!" μου απάντησε
 "Είσαι τρελή; Αξίζει;" 
 " Αν δεν αξίζει να πεθάνεις γι΄ αυτόν που ΑΓΑΠΑΣ, τότε τι αξίζει περισσότερο σε αυτήν τη ζωή; Ποια θα είναι η ελπίδα που θα σου δίνει τη δύναμη, το κουράγιο,  να πολεμήσεις για το αύριο;"
  Έσκυψα το κεφάλι και της απάντησα" χτύπα τότε, χτύπα πιο γρήγορα, ανέβασε τους παλμού σου όσο  μπορείς και φώναξε δυνατά αυτό που αισθάνεσαι"
Εκείνη μέσα στο παραλήρημα της απελπισίας φώναξε με φωνή δυνατή και καθαρή Σ΄ΑΓΑΠΩ"
Έκλεισα τα μάτια τα αφτιά και δεν περίμενα πια ν΄ ακούσω! Δεν ήθελα να ακούσω. Ήρθα κοντά σου και σε έκλεισα στην αγκαλιά μου! Έκανα την καρδιά μου χάρτινη βαρκούλα έγραψα πάνω σ΄ αγαπώ και την έσπρωξα στα νερά της ζωής να συνεχίσει το ταξίδι της!!! Για την καρδιά μου! Για την ζωή μου! Για την αγάπη μου! ΓΙΑ ΣΕΝΑ!!!.... Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Η δύναμη του θέλω!
Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη


Την απόλυτη ησυχία, που επικρατούσε στο προαύλιο της εκκλησίας, έσπασε η βροντερή φωνή του ιερέα. «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος!»
Τα αναμμένα κεριά σκόρπιζαν άπλετα το Άγιο φως, γύρω μου! Ευχές ξεχύθηκαν από τα στόματα των εκκλησιαζομένων, ενώ οι κροτίδες και τα βεγγαλικά φώτιζαν τον ουρανό, τη γλυκιά αυτή νύχτα της Αναστάσεως! Έψαξα γύρω μου και σας αναζήτησα! Δεν ήσασταν πουθενά! Κοίταξα την άσπρη λαμπάδα μου.
«Χριστός Ανέστη, παιδί μου! Χριστός Ανέστη, νεράιδα μου! Χριστός Ανέστη, γιέ μου!» είπα σιγανά.
Τα μάτια μου απέμειναν καρφωμένα στη χρυσοκίτρινη φλόγα. Αναστέναξα! «Βλέπε τους, Χριστέ μου! Ας μπορούσα, Θεέ μου, να τους δω έστω και λίγο!» Έκανα την προσευχή μου στον Ύψιστο και τότε… Τότε η φλόγα του κεριού μεγάλωσε κι ένα δεύτερο κερί ήρθε δίπλα του, μετά ένα τρίτο, ένα τέταρτο, κι άλλο, κι άλλο! Ένας τεράστιος λαμπαδοφορημένος δρόμος ανοίχτηκε μπροστά μου! Χιλιάδες Αναστάσιμες λαμπάδες τον είχαν φωτίσει. Μια φωνή με καλούσε να τον διαβώ.
«Πάτα πάνω στις φλόγες!» είπε σιγά.
«Θα καώ!» δείλιασα!
Εκείνη, εξακολούθησε να με παροτρύνει να τον διανύσω. «Μη φοβάσαι».
Έβγαλα τα παπούτσια μου και πάτησα πάνω στο πρώτο κερί. Δεν καιγόμουν! Αντιθέτως μια παράξενη αίσθηση δροσιάς με πλημμύρησε! Άρχισα να περπατάω πάνω στις φλόγες! Κάθε κερί γινόταν μια πόλη, άλλοτε πάλι μία χώρα και άλλοτε μία ήπειρος. Και με οδηγούσαν πάνω σε κάμπους, βουνά, θάλασσες και ωκεανούς! Και τα κεριά λιγόστευαν! Τα μέρη που περνούσα ήταν άγνωστα. Ξένα! Και μέσα σε αυτήν την ξενιτιά μια εκκλησία με περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές! Μέσα βρίσκονταν η νεράιδα μου, η κόρη μου και ο γιος μου! Στα χέρια τους κρατούσαν το φως της Αναστάσεως, όπως κι εγώ! Άπλωσα τα χέρια και τους έκλεισα στην αγκαλιά μου.
«Χριστός Ανέστη, παιδιά μου! Νεράιδα μου, Χριστός Ανέστη!!» φώναξα χαρούμενη!
«Αληθώς Ανέστη, γιαγιά! Δες! Έφερα αβγά να τσουγκρίσουμε! Θα σου το σπάσω και φέτος γιαγιάκα μου, όπως πέρυσι, θυμάσαι;»
Το χαμογελαστό της μουτράκι ήταν μπροστά μου και στα χεράκια της κρατούσε δυο κόκκινα αβγά!
«Αγάπη μου!» είπα ενώ οι φλόγες των κεριών χάνονταν σιγά-σιγά από τα μάτια μου! Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, για να φτάσει το μήνυμα της Ανάστασης του Κυρίου, ως τα πέρατα του κόσμου! Ως την άκρη της γης, εκεί, που έφτασε και εμένα η δύναμη του «θέλω» και της αγάπης μου! Χρόνια πολλά!!