ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γεννήθηκα στην Κρήτη και ζω μόνιμα στη Ρόδο,διατηρώ εδώ και αρκετά χρόνια μια επιτυχημένη επιχείρηση.Είμαι παντρεμένη και μητέρα δύο παιδιών.Ασχολούμαι ερασιτεχνικά με το θέατρο και έχω πάρει μέρος σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.Αφιερώνω ώρες από τον ελεύθερό μου χρόνο για την συγγραφή παιδικών παραμυθιών και ιστοριών,θεατρικών έργων,καθώς επίσης μυθιστορημάτων και αφηγημάτων.Έχω βραβευτεί σε διαγωνισμό από την Ένωση Ελλήνων Λογοτεχνών για το διήγημα «Άρωμα ελευθερίας».Γράφω από μικρή ηλικία προσπαθώντας πάνω στο άψυχο χαρτί να δώσω ζωή μέσα από τις σκέψεις και τη φαντασία.

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Πάμε, καρδιά μου...

Πάμε, καρδιά μου...

 Κοντοστάθηκε. Αναστέναξε βαθιά και έριξε το βλέμμα της στα σκαλιά. Δεν ήταν πολλά, έξι, επτά… Ήταν, όμως, αναγκαίο να τα ανέβει για να βρεθεί κοντά του. Έφερε το χέρι στην καρδιά και τη χτύπησε ελαφρά σαν να την καθησύχαζε. Με αργά αλλά σταθερά βήματα, μέτρησε τα σκαλοπάτια και στάθηκε μπροστά στην επιβλητική πόρτα. Κόλλησε το πρόσωπό της στο μικρό διακοσμητικό τζάμι. Το αμυδρό φως στο εσωτερικό του σπιτιού, φανέρωνε ότι το σπίτι ήταν άδειο. Η απογοήτευση επισκέφτηκε με μεγαλοπρέπεια την καταπονημένη καρδιά της, παρόλα αυτά εκείνη, χτύπησε επίμονα το κουδούνι. Απάντηση καμία! «Όχι σήμερα! Πού είσαι σήμερα που σε έχω τόση ανάγκη; Ήθελα να μιλήσω, να ξεχαστώ, να αντλήσω λίγη δύναμη για αύριο. Πίστευα πως θα με περίμενες… Θα με έκλεινες στη ζεστή αγκαλιά σου, έστω και για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Τελικά, δεν έχει καμία σημασία αν για μένα είσαι η ζωή! Καμία απολύτως, ακόμη κι αν εγώ δίνω τη ζωή μου για σένα. Εσένα που έβαλα στο πιο ψηλό βάθρο της καρδιάς και κέντησα με το αίμα της το Σ’ ΑΓΑΠΩ! Όποτε σε έχω ανάγκη είσαι τόσο, μα τόσο μακριά!» Άλλος ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα σφιγμένα χείλη της. Γύρισε ξανά το βλέμμα στα σκαλιά και πήρε το θάρρος να τα κατέβει. «Πάμε, καρδιά μου, κι αυτή τη δοκιμασία θα την περάσουμε μόνες μας…»(απόσπασμα) Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Η Μοναξιά και η θύμηση


                  Η Μοναξιά και η Θύμηση

          Άδικα έψαχνε απελπισμένα, απεγνωσμένα να βρει ένα χέρι να την ακουμπήσει, ένα στόμα της μιλήσει. Κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να της χαρίσει οτιδήποτε. Ούτε καν μια αγκαλιά, ένα χάδι ένα λόγο παρηγοριάς. Όλοι την μισούσαν θανάσιμα και την αγαπούσαν παθιασμένα! Όλοι την απέφευγαν και την ζητούσαν απελπισμένα…… Κουράστηκε από αυτήν την μάταιη αναζήτηση και άφησε το κορμί της σαν κάτι  εντελώς άχρηστο να ξεκουραστεί σε μια πέτρα. Κάθισε πάνω σε αυτή και σκούπισε το καταϊδρωμένο πρόσωπο της ένα πικρό παράπονο ξεχύθηκε δειλά από τα χείλη της.
          « Δεν φταίω εγώ για αυτό που είμαι. Δεν φταίω!»
          « Καμιά μας δεν φταίει! Καμιά μας!»
          Η φωνή που ακούστηκε την ξάφνιασε και γύρισε γρήγορα το κεφάλι  να δει από πού ερχόταν. Πίσω της καθόταν μια γυναίκα, η μισή ήταν μια πεντάμορφη νέα και η άλλη μισή μια κακογερασμένη γριά!  Άρχισε να την παρατηρεί προσεχτικά. Τα ρούχα της τα μισά μαύρα κατάμαυρα και τα άλλα ραμμένα με μια πανδαισία χρωμάτων. Στάθηκε το βλέμμα της στο  πρόσωπο της; Τι παράξενο που ήταν! Χαρούμενο και θλιμμένο συνάμα. Το στόμα της το μισό χαμογελαστό και το υπόλοιπο σφιγμένο. Τα μάτια της το ένα σαν να χανόταν σε μια απέραντη ευτυχία και το άλλο γεμάτο δάκρυα……  «Ποια είσαι;» την ρώτησε και αμέσως συνέχισε Όποια και αν είσαι και μόνο που μου έδωσες σημασία, που απάντησες στην ερώτηση μου, έγινες σημαντική για μένα! Ευχαριστώ!»
«Πως σε λένε;» την ρώτησε η παράξενη άγνωστη
« Μοναξιά! Εσένα;»
«Θύμηση!»
«Θύμηση! Είσαι η εκείνη που αγαπούν όλοι! Μέσα σου κρύβεις τις αναμνήσεις! Τώρα καταλαβαίνω το παρουσιαστικό σου … οι καλές και οι κακές»
«Μοναξιά! Είσαι η αιτία για να ζω εγώ!»
«Η μια συμπληρώνει την άλλη»
Η Θύμηση σηκώθηκε και κάθισε δίπλα στη Μοναξιά.
«Εγώ ανασκαλίζω τις θύμησες…»  είπε η Θύμηση
«Στις ατελείωτες  ώρες της Μοναξιάς» συμπλήρωσε η Μοναξιά……. Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη ( απόσπασμα)


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

                            Η θεατρίνα

- Εγώ είμαι θεατρίνα το ακούτε; Είμαι ηθοποιός! Μπορεί να μην έβγαλα καμία δραματική σχολή να μη υπάρχουν στους τοίχους μου καδραρισμένα διπλώματα και έπαινοι, να μην έχω πάρει μέρος σε μεγάλες παραστάσεις, όμως είμαι καλύτερη από όλους αυτούς  τους διάσημους! Μπορώ και παίζω όλων των ειδών τα θέατρα, κωμωδίες, παρωδίες, δράματα, μονόπρακτα, ραψωδίες και τα καταφέρνω περίφημα! Μπορώ και κρύβω την λύπη μου πίσω από ένα διάπλατο χαμόγελο! Την στεναχώρια μου με μια έντονη και χαρούμενη συζήτηση!  Τον πόνο μου και την κούραση μου με ένα χορό! Τη μοναξιά μου με γέλια και πειράγματα! Τα δάκρυα τα αφήνω να τρέχουν μέσα από τις κόρες των ματιών μου για να μη στεναχωρήσω κανένα σας!!! Την χαρά μου σε ξεφαντώματα και αστεία!!  Και τις μοναχικές ώρες τότε που κανένα μάτι δεν με βλέπει παίζω μονόπρακτο! Μιλάω για το ταλέντο μου! Ναι, δίνω συγχαρητήρια στον εαυτό μου, που καταφέρνω να σας ξεγελάω και να εισπράττω τόσο απλόχερα το χειροκρότημα σας!! Ανέβηκα μόνη μου στο βάθρο που εσείς μου στήσατε! Εκεί που πρέπει να είμαι! Απλώς θεατής στη ζωή σας με πρωταγωνιστικό ρολό! Η μεγάλη μου επιτυχία!!! Είμαι ηθοποιός εγώ!!!  Ηθοποιός; Άραγε είμαι ηθοποιός; Μήπως είμαι ένας κλόουν; Ναι! Αυτό είμαι ένας κλόουν που φοράει τη χαρούμενη λυπημένη μάσκα του και κανένας σας δεν μπορεί να με καταλάβει….. Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

                                                Σε περιμένω!


 Δεν υπάρχει πια δύναμη, κουράγιο, θέληση. Εξαντλήθηκαν και τα τελευταία αποθέματα που διέθετε. Κοιτάζει γύρω της απογοητευμένη. Τίποτα σιωπή. Μια βαριά και βασανιστική σιωπή. Τα πάντα είναι στη θέση τους! Όλα  είναι όπως ακριβώς τα άφησες πριν της πεις το πικρό αντίο. Κοιτάζει το πορτρέτο σου στη αριστερή γωνιά του σαλονιού και χάνεται στο μελένιο βλέμμα σου. Αργά με σερνάμενα τα βήματα της σε πλησιάζει, με συλλαβιστές τις λέξεις να βγαίνουν από το στόμα της σε ρωτάει.
-         Που  εί σαι ; Που βρί σκε σαι;
Ασάλευτο το πρόσωπο, κερωμένο από την λαδομπογιά μένει ατάραχο και ανέκφραστο να την κοιτάζει.
Εκείνη συνεχίζει
       Μου λεί πεις. Α σή κω τη  η  α που σί α σου. Πό τε θα γυ ρί σεις;  Εξακολουθεί να στέκεται μπροστά σου σαν να περιμένει απάντηση στις ερωτήσεις της από ένα άψυχο πίνακα ζωγραφικής. Με αργά βήματα κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο της. Έντονη και εκεί η παρουσία σου! Τα ρούχα σου πάνω στο κομοδίνο έτσι όπως τα άφησες μόνο που άρχισαν να χάνουν το χρώμα τους. Άραγε από τι; Μήπως από τα χάδια που τους έχει χαρίσει ή από την πολυκαιρία; Τα παπούτσια σου εκεί καλογυαλισμένα και καθαρά όπως πάντα σου άρεσαν. Όμως  και αυτά έχασαν τη φόρμα τους! Σηκωθήκαν ελαφρά οι μύτες  και παραμορφώθηκε η σόλα τους. Τα χάιδεψε  τρυφερά και αναστέναξε.

       Εδώ είσαι ποτέ δεν έφυγες! Έχω ακόμα κουράγιο, δύναμη και θέληση να σε περιμένω! Τι σημασία έχει που λυγίζω καμιά φορά σαν άνθρωπος. Που με πνίγει η μοναξιά της απουσίας σου. Είμαι εδώ και περιμένω εκείνη την μέρα, εκείνη την ώρα, εκείνη τη  στιγμή που θα σφιχταγκαλιαστούμε και θα γεμίσουμε φιλιά τα πρόσωπα μας!   Εδώ είμαι και περιμένω!!!!...... Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

Μόλις έφτασε στα χέρια μου η έκδοση των Πρότυπων εκδόσεων Πηγή & iWrite.gr, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η συμμετοχή μου στον διαγωνισμό διηγήματος "Ιστορίες της Πόλης μας" με θέμα τα Ιωάννινα. Μια ιστορία αγάπης που δεν μειώνεται, δεν λιγοστεύει και παραμένει ζωντανή στο πέρασμα των χρόνων!!! Καλή σας ανάγνωση


Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014





      

Χρύσα Ζανεσή-Αλεξάκη
Αγάπη στο πέρασμα των χρόνων

   διήγημα













Αυτό είναι το διήγημα μου το οποίο επιλέχτηκε να κοσμήσειτον τόμο διηγημάτων με θέμα ¨ιστορίες της πόλης μου"  Η ιστορία μου  αναφέρεται στα πανέμορφα Ιωάννινα!

 Χιλιάδες αστέρια τρεμόπαιζαν στον ουρανό εκείνη τη νύχτα. Τα νοτισμένα από την υγρασία φύλλα, άφηναν ελεύθερο το άρωμα τους, να του χαϊδεύει την μύτη. Είχε ξυπνήσει πριν χαράξει. Ένα όνειρο, του είχε κλέψει τον ύπνο, για τον οποίο είχε θερμοπαρακαλέσει τον Θεό, να του χαρίσει.
Πετάχτηκε σχεδόν από το κρεβάτι του, ενώ η φωνή της ακόμα αντηχούσε στα αυτιά του. Όταν συνειδητοποίησε πως ήταν όνειρο, γύρισε πλευρό και έκλεισε ξανά τα μάτια του. Όμως ο ύπνος είχε χαθεί πλέον, και το όνειρο άρχισε να ξετυλίγεται σαν ταινία μικρού μήκους στο μυαλό του.
“…Νύχτα! Μια νύχτα βροχερή. Τα σύννεφα που τη σκέπαζαν, την έκαναν ακόμη πιο μαύρη. Μόνος, ολομόναχος, περπατούσε στην άκρη της λίμνης που λάτρευε. Είχε την αίσθηση πως κάτι αόρατο τον ακολουθούσε, σαν να μετρούσε τα βήματα του. Λες και ήθελε να του κρατήσει συντροφιά σε αυτόν τον νυχτερινό του περίπατο. Ένα βότσαλο τον χτύπησε στο πόδι, σαν κάποιος να το κλώτσησε εσκεμμένα, ενώ ένας παφλασμός που ακούστηκε τάραξε προς στιγμήν την ηρεμία της αρχόντισσας, που κοιμόταν ατάραχη. Σταμάτησε. Τα μάτια του ξεχώρισαν στο βάθος αχνά το νησάκι της κυρά-Φροσύνης. Γύρισε αργά και κοίταξε πίσω του, μια σκιά διαγραφόταν ελάχιστα μέτρα μακριά. Ήταν πανύψηλη, φορούσε μια αραχνοΰφαντη κάπα, ενώ τα μακριά της μαλλιά κυμάτιζαν στο φύσημα του ανέμου. Η οπτασία έμεινε για λίγο ασάλευτη, έπειτα έστρεψε το άυλο σώμα της προς το νησί.
            «Ποια είσαι; Τι ζητάς;» σκέφτηκε εκείνος, μα η σκέψη βγήκε φωναχτά και ξέσκισε την απόλυτη ησυχία της νύχτας.
 «Ρωτάς ποια είμαι; Η αιώνια αγαπημένη!» του απάντησε αργά και σίγουρη για τις λέξεις που έλεγε.
«Ποια; Εγώ έχω μία αγαπημένη! Δες, τα μαλλιά μου άσπρισαν, το κορμί μου κύρτωσε από το πέρασμα των χρόνων, για να μείνω πιστός στη μοναδική γυναίκα που αγάπησα. Εσύ δεν της μοιάζεις! Ούτε η κορμοστασιά σου, ούτε και τα μαλλιά που τόσο ατίθασα πέφτουν στην κάπα σου!»
«Εκείνη πέθανε, εσύ το ξέρεις καλυτέρα από μένα»
«Όχι! Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν παρά μονάχα αν τους ξεχάσουν αυτοί που τους αγαπούν!» της απάντησε με θυμό.
«Ναι σωστά, και εσύ με ξέχασες…» ψιθύρισε.
«Μα τι λες, δε σε καταλαβαίνω!»
«Θα με καταλάβεις με τον καιρό! Σήμερα αρχίζει ένας έρωτας, ο δικός μας! Γεια σου αγαπημένε μου» είπε ενώ άρχισε να ξεθωριάζει σιγά-σιγά.
«Στάσου! Πού πας; Τι είναι αυτά που ψιθυρίζεις; Μη φεύγεις!» κάνει μια τελευταία απόπειρα να την κρατήσει για να πάρει απαντήσεις σε όσα παράλογα του λέει αυτή η παράξενη σκιά.
«Θα μάθεις όταν αρχίσω να σου γίνομαι απαραίτητη! Όταν και εσύ θα με αναζητάς, όχι μονάχα εγώ»…”
Η οπτασία χάθηκε από τα μάτια του και εκείνος πετάχτηκε από το κρεβάτι ιδρωμένος από την αγωνία. «Τι όραμα κι αυτό, βοήθα Πανάγια μου!» μονολόγησε και έκανε το σταυρό του. Ξάπλωσε πάλι. Έσφιξε με δύναμη τα βλέφαρα για να φυλακίσει σε αυτά τον Μορφέα, ανακάτεψε στριφογυρίζοντας τα σκεπάσματα, σε μια ύστατη προσπάθεια να απαλλαγεί από τη θύμηση του ονείρου.
Στο τέλος, σηκώθηκε θυμωμένος που άφησε ένα όραμα της νύχτας, όπως αποκαλούσε τα όνειρα, να του χαλάσει τις ώρες της ξεκούρασης του. Έκανε με φανερό εκνευρισμό έναν καφέ, τον οποίο έφερε βιαστικά στο στόμα, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά καίγοντας τη γλώσσα του. Σαν κυνηγημένος βγήκε από το σπίτι κλείνοντας με δύναμη τη σιδερένια πόρτα, με κατεύθυνση την αρχόντισσα. Τα βήματα του γρήγορα, βιαστικά, ενώ ο θυμός δεν έλεγε να υποχωρήσει. Προσπάθησε να διώξει από το μυαλό του το όνειρο.
 Σιγάνεψε το βήμα, καθώς τα ματιά του κοίταξαν τα φωταγωγημένα Γιάννενα! Την πόλη που γεννήθηκε και η οποία τον αγκάλιαζε με την ίδια αγάπη έως και σήμερα. Γύρισε τη σκέψη αρκετά πίσω και αναπόλησε τα παιδικά του χρόνια. Θυμήθηκε τον εαυτό του με κοντά παντελονάκια, να τρέχει ξέγνοιαστος με μια μπάλα στα χέρια στη συνοικία που μεγάλωσε. Το Μόλο. Άπειρες φορές έπεσε σκοντάφτοντας στα πλακόστρωτα δρομάκια της. Φαντάστηκε πως κατηφόριζε προς τη λίμνη, με άλλα γειτονόπουλα και να βουτούν στα νερά της. Να πηγαίνουν πέρα μακριά ως το νεροτριβείο, όπου οι νοικοκυρές έπλεναν τα χαλιά και τις βαριές φλοκάτες από γνήσιο μαλλί.
Να ανηφορίζουν μα και να κατηφορίζουν, για να βρεθούν στο σπήλαιο του Περάματος. Να χαζέψουν αυτήν την τόσο σπάνια ομορφιά, που κατάλαβε την αξία της μεγαλώνοντας. Όσο ήταν μικρός, του προκαλούσε δέος και θαυμασμό. Δεν τολμούσε να πει στους φίλους του, κάθε φορά που αποφάσιζαν να το επισκεφτούν, πως δεν ήθελε να τους ακολουθήσει. Ποτέ και σε κανέναν δεν είπε για τους φόβους του. Έκανε τον γενναίο και πήγαινε μπροστά για να κρύψει το συναίσθημα τρόμου που τον κυρίευε. Χάνονταν όλοι μαζί μέσα στις σπηλιές, που τις εξερευνούσαν με τον δικό τους παιδικό τρόπο.  Έδιναν παράξενα ονόματα σε κάθε μία από αυτές που έμπαιναν. Τα διάφορα σχήματα σταλαγμιτών και σταλακτιτών, θύμιζαν νεραΐδες, ξωτικά και κακές μάγισσες, που είχαν εδώ τα κρησφύγετα τους, φτιάχνοντας τα μαγικά τους φίλτρα και βοτάνια. Πάντα όταν έβγαιναν από το σπήλαιο, τα ρούχα τους ήταν βρεγμένα και τα κορμιά τους παγωμένα. Από συζητήσεις μεγάλων είχε ακούσει ότι από εκεί ξεκινούσε ο κάτω κόσμος.
Με τον καιρό και μεγαλώνοντας, έγινε το ησυχαστήριο του. Εκεί, στη λίμνη με τα νούφαρα, φίλησε για πρώτη φορά στα δεκαέξι του χρόνια, τη Μαρία. Το κορίτσι που αγάπησε από τη στιγμή που το αντίκρισε για πρώτη φορά στο πανηγύρι του Άι Γιώργη. Από τότε έχασε το μυαλό του. Έψαχνε όπου και αν βρισκόταν, να ξαναδεί τα μελιά της μάτια, τα ολόισια μαλλιά και τα κερασένια χείλη. Ένα χρόνο κυριαρχούσε στη σκέψη του. Έναν ολόκληρο χρόνο με την δύναμη της φαντασίας την έφερνε κοντά του και της ψιθύριζε τρυφερά λόγια αγάπης. Για να τη δει άνοιξη ξανά, να περπατάει στην όχθη της λίμνης. Έτρεξε κοντά της.
Σαν να την γνώριζε καλά της είπε «άργησες πολύ!»
«Άργησα;» τον ρώτησε ξαφνιασμένη.
«Ναι πολύ! Σε περιμένω από πέρυσι, από το πανηγύρι του Άι Γιωργιού που σε είδα»
«Ναι, σε θυμάμαι»
«Με θυμάσαι αλήθεια;» αναθάρρεψε εκείνος.
«Ναι. Μου έκανε εντύπωση το πρόσωπο σου, τα μάτια σου, ο τρόπος που με κοίταζες»
            «Έκλεψες τη σκέψη μου, την καρδιά μου! Ένα χρόνο σε ψάχνω ανάμεσα στο πλήθος, και να που σήμερα εντελώς τυχαία σε συνάντησα!» είπε μη μπορώντας να κρύψει τη χαρά του.
«Με κάνεις να νιώθω άβολα και συνάμα πολύ όμορφα» του απάντησε συγκινημένη.
«Όμορφα θέλω να νιώθεις, μόνο όμορφα! Ξέρεις… Σ’ αγαπώ…»
«Έτσι εύκολα αγαπάς;»
Χαμογέλασε και προσπέρασε την ερώτηση της, κοίταξε τα μελιά της μάτια και είπε «θέλω να σε ξαναδώ!»
            «Έρχομαι κάθε μέρα στην όχθη. Μου αρέσει να περπατάω και να ρουφάω το άρωμα της, να φυλακίζω στα μάτια μου αυτή την ομορφιά! Να καμαρώνω το στολίδι της, το νησί της!»
«Θα είμαι εδώ κάθε μέρα να σε περιμένω»
Έτσι ξεκίνησε ο έρωτας τους, για να δώσουν το πρώτο τους φιλί ένα μήνα μετά στο σπήλαιο, στη λίμνη με τα νούφαρα. Φούντωσε η αγάπη στις καρδιές τους, κάνοντας όνειρα και σχέδια για τη ζωή που τους περίμενε!
 Όμως ο Θεός Πλούτωνας ζήλεψε τη Μαρία. Ζήλεψε τα κάλλη και την ομορφιά της και τη θέλησε δική του. Η επάρατη νόσος χτύπησε το αγαλματένιο κορμί της. Δυο χρόνια μετά, κατέβηκε τα σκαλιά του σκοτεινού βασιλείου, αφήνοντας ανεκπλήρωτα τα όνειρα τους. Από τότε εκείνος βυθίστηκε στην ανάμνηση της. 
Σκούπισε ένα δάκρυ, κοντοστάθηκε. Άφησε το δρομάκι με τα νοτισμένα φύλλα και κατέβηκε στην όχθη της λίμνης. Η νύχτα άπλωνε στα πόδια του την αρχόντισσα μαυροντυμένη. Πλησίασε την βάρκα του, με το όνομα «Μαρία». Κάθισε πάνω στο σκαρί και άπλωσε το χέρι λες και το έπαιρνε αγκαλιά.
«Γεράσαμε κούκλα μου και βλέπουμε παράξενα ονείρατα» μονολόγησε νοσταλγικά.
Η λίμνη σαν να ζήλεψε την αγκαλιά που έκανε στη Μαρία, ταράχτηκε και έστειλε ένα κύμα που του έβρεξε τα πόδια.
«Και σένα αρχόντισσα σ’ αγαπώ!» Τα μάτια του πλανήθηκαν πάνω στο υγρό στοιχείο, και στο βάθος, η οπτασία! Περπατούσε πάνω στα γαλήνια νερά με τα μαλλιά ξέμπλεκα, σέρνοντας την τεράστια κάπα της πάνω σε αυτά. Σηκώθηκε ξαφνιασμένος.
«Άρα δεν είσαι όραμα! Ποια είσαι; Τι θέλεις από μένα;»
«Την αγάπη σου» άκουσε την ίδια γλυκιά φωνή, όπως εκείνη του ονείρου.
«Δεν μπορώ να αγαπήσω, δεν έχω καρδιά»
«Έχεις! Και θα γίνει δική μου» Η οπτασία, προχώρησε αγέρωχη πάνω στη λίμνη με προορισμό το νησί.
 Έσπρωξε τη Μαρία στο νερό και μπήκε μέσα, άρχισε να τραβάει τα κουπιά με όση δύναμη είχαν τα γέρικα χέρια του. Ξέσκιζε το σώμα της αρχόντισσας, για να την προλάβει καθώς την έβλεπε που ξεμάκραινε.
 Ο ήλιος δειλά άρχισε να προβάλει, η λίμνη ξεκίνησε ένα παιχνίδι μαζί του, μέσα από χιλιάδες εναλλαγές χρωμάτων! Καθώς οι ακτίνες μπερδεύονταν με τα καθάρια νερά, μικρά ουράνια τόξα έκαναν την εμφάνιση τους στην επιφάνεια της, χαρίζοντας ένα μοναδικό ποικιλόχρωμο θέαμα. Ζήλεψε ο βασιλιάς της μέρας την τόση ομορφιά, μάζεψε βιαστικά όλα τα χρώματα, αφήνοντας της μόνο το πράσινο και ελάχιστο από το γαλάζιο.
Και το νησί λίγα μέτρα μακριά. Καταπράσινο, πανέμορφο, τον καλούσε κοντά του. Ο αέρας του μύριζε κυπαρίσσι, ένα άρωμα μεθυστικό ανακατωμένο με το άρωμα της αρχόντισσας. Έδεσε πρόχειρα τη βάρκα και κατέβηκε. Περπάτησε όλη την μέρα στα λιθόστρωτα δρομάκια του, καμαρώνοντας τα πετρόκτιστα σπίτια με τις όμορφες αυλές. Έψαχνε την οπτασία! Την είδε που χάθηκε ανάμεσα στα κυπαρίσσια και τα πλατάνια του.
«Που κρύφτηκες;» αναρωτήθηκε, ενώ τα πόδια του τον είχαν φέρει στο σπίτι του Αλή Πασά. Στο τελευταίο του καταφύγιο. Κάτι αόριστο τον απέτρεψε να μπει μέσα και τον έσπρωξε μακριά. Έτσι συνέχισε την αναζήτηση του. Εκείνη είχε χαθεί σε αυτόν τον παράδεισο, και εκείνος έπρεπε να τη βρει, να μάθει ποια ήταν. Γιατί διάλεξε να αγαπήσει αυτόν που είχε ταχτεί σε μια άλλη αγάπη; Πώς μπορούσε να του ζητάει την καρδιά του; Να την δώσει που; Σ’ ένα όραμα, σε ένα φάντασμα;
 Ένας πλάτανος φιλοξένησε το γέρικο κορμί, δίνοντας τη δροσιά του και παίρνοντας του την κούραση. Ένα ενοχλητικό ζουζούνι πετούσε γύρω από το πρόσωπο του, το οποίο του χαλούσε την ηρεμία.
Είχε περάσει πια το μεσημέρι όταν έλυσε τη Μαρία και πήρε το ταξίδι της επιστροφής. Καθώς ξεμάκραινε από το νησί, την είδε στην άκρη της μικρής προκυμαίας να τον αποχαιρετά κουνώντας το χέρι.
 «Χρίστε μου, αγγελοσκιάζομαι! Τι είναι αυτά που βλέπω;»
Γύρισε σπίτι κατάκοπος, ενώ το στομάχι του διαμαρτυρόταν. Έφτιαξε κάτι πρόχειρο, όμως παρόλη την πείνα που ένοιωθε, κατάφερε και έφαγε μόνο δυο μπουκιές. Κάθισε στο πλάι της ξυλόσομπας και αγκάλιασε το μπουρί. Δάκρυα ανέβλυσαν από τα μάτια του. «Αν ζούσες, αν ήσουν κοντά μου, καμιά οπτασία δεν θα διεκδικούσε την καρδιά μου. Θυμάσαι Μαρία, ονειρευόμασταν να χτίζαμε ένα σπιτάκι στο νησί, να στεγάζαμε εκεί τον έρωτα μας. Να κάναμε πολλά παιδιά, που θα μας έδιναν περισσότερη ευτυχία. Να μεγάλωναν ανέμελα μακριά από την πολυκοσμία της πόλης. Να καμαρώναμε τα Γιάννενα από μακριά. Να μας χώριζε από αυτά, η αρχόντισσα Παμβώτιδα. Κάναμε τόσα όνειρα, τα οποία άφησες ανεκπλήρωτα. Και εγώ έμεινα μόνος και πιστός στον όρκο που σου είχα δώσει τότε, στη γιορτή του πολιούχου των Ιωαννίνων, τον νεομάρτυρα Άγιο Γεώργιο. Πως δεν θα κοιτούσα καμιά άλλη, θα έμενα για πάντα δικός σου! Και ήμουν μόνο δεκαοκτώ χρονών. Δεν μας άφησε ο θάνατος να πραγματοποιήσουμε τίποτα από όσα ονειρευτήκαμε. Πέρασε η ζωή μου, γέρασα στην ανάμνηση των δυο χρόνων που έζησα μαζί σου. Βαστώ τον όρκο μου, καμιά άλλη δεν θα αγαπήσω, άσε την παράξενη οπτασία να λέει ό,τι θέλει!»
Άνοιξε τα μάτια και αναστέναξε. Το γέρικο κορμί είχε ταλαιπωρηθεί άδικα σήμερα, κυνηγώντας ένα άυλο πλάσμα. Όμως, έγινε η αιτία να επισκεφτεί για πρώτη φορά το νησί. Όσες φορές και αν το ήθελε, δεν το αποφάσιζε. Ήταν ένα μέρος που όσο λάτρευε, τόσο το μισούσε. Γυρνούσε  γύρω τριγύρω του με την βάρκα, χωρίς να σταματά πουθενά. Το καμάρωνε και έφευγε. Η ιδέα να περπατήσει μόνος σε αυτό, του προκαλούσε πόνο, αφού ήταν ένα από τα όνειρα να κατοικήσουν με τη Μαρία εκεί. Σήμερα επιτέλους το είδε και με τα λιγοστά του κουράγια περπάτησε αρκετές ώρες πάνω του.
 Σηκώθηκε αργά και πήγε στο κρεβάτι. Κοίταξε τα σκεπάσματα έτσι όπως τα είχε αφήσει το πρωί, ανακατωμένα. Τα έφτιαξε όπως-όπως και ξάπλωσε το κουρασμένο σώμα. Πήρε από το κομοδίνο τη φωτογραφία της αγαπημένης του και της χάρισε ένα χάδι. «Ακόμα σ’ αγαπώ το ίδιο δυνατά όπως τότε, και θα σ’ αγαπώ μέχρι να μας ενώσει ο θάνατος!» Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και σφάλισε τα μάτια. 
“…«Είμαι εδώ κι απόψε, καλέ μου. Λες ότι μ’ αγαπάς, πως δεν με ξέχασες, όμως δε με αναγνώρισες όσες φορές και αν ήρθα στον ύπνο σου. Όπως και χθες. Σήμερα θέλω να σου πω πως ολοκλήρωσα και το τελευταίο μας όνειρο. Χτίσαμε το σπιτάκι μας στο νησί! Εκεί που κάθισες να ξαποστάσεις. Δεν ήθελα να έρθεις να με βρεις χωρίς να έχουμε πραγματοποιήσει όσα είχαμε ονειρευτεί. Τα χρόνια πέρασαν, αγάπη μου! Αλλάξαμε και οι δυο. Τα δικά σου μαλλιά άσπρισαν, ενώ τα δικά μου μάκρυναν ακόμη περισσότερο. Τι σημασία έχει που εγώ είμαι νεκρή και εσύ ζωντανός. Και οι νεκροί αλλάζουν! Γι’ αυτό δεν μπόρεσες να με αναγνωρίσεις. Κράτησες στη θύμηση σου τη Μαρία των δεκαοκτώ χρόνων!»
»Να σου πω ακόμη ότι και εγώ κράτησα τον όρκο μου, ήμουν δίπλα σου με όποιο τρόπο μπορούσα! Τον θυμάσαι; Και ήμουν, αγάπη μου, καθημερινά μέσα από χίλια δυο πράγματα και καταστάσεις, πότε σαν ψάρι, πότε σαν λουλούδι που το έκοβες και στόλιζες το αυτί σου ή σαν αηδόνι που στεκόσουν μαγεμένος ν’ ακούσεις το μελωδικό του κελαΐδισμα. Μου έλεγες ότι ήταν το μοναδικό πουλί που λάτρευες. Χθες όμως ήθελα να με δεις, να ακούσεις τη φωνή μου, να πάμε μαζί στο νησί. Εγώ σε έσπρωξα να φύγεις από το σπίτι του Αλή. Δεν ήθελα να μπεις μέσα, ήθελα να καθίσεις κάτω από τον σκιερό πλάτανο. Δίπλα σου κάθισα και εγώ. Άκουγα τη βαριά σου ανάσα και έβλεπα τον ιδρώτα που έκανε χοντρούς κόμπους στο πρόσωπο σου από την κούραση, στην προσπάθεια που κατέβαλες για να με βρεις. Πέρασα το χέρι μου πάνω σε αυτό και τον σκούπισα ελαφρά από το μέτωπο σου, εσύ δεν καταλάβαινες. Νόμισες ότι ήμουν εκείνο το ενοχλητικό ζουζούνι. Εκεί, χτίσαμε το σπίτι μας. Έτσι είμαι και απόψε εδώ για τελευταία φορά αγαπημένε μου, για να σου πω…»…”
«Μαρία!!!! Μαρία μου!!!»
Άνοιξε τα μάτια του, είχε πια ξημερώσει. Ο ήλιος ολόλαμπρος είχε ξεκινήσει από ώρα το ταξίδι του. Σηκώθηκε ήρεμος, χαρούμενος από το όμορφο όνειρο που είχε δει. Ήταν με την αγαπημένη του όλη νύχτα και του μιλούσε, του μιλούσε… Ήταν ευτυχισμένος.
Βγήκε στην αυλή, έκοψε ένα γεράνι από τη γλάστρα και το έβαλε στον κόρφο του, στο μέρος της καρδιάς! Κάθισε στο πέτρινο παγκάκι κάτω από την ετοιμόρροπη πέργκολα, ένα δημοτικό τραγούδι ανέβηκε στα χείλη του, μα το σταμάτησε σχεδόν αμέσως.
 Άπλωσε το χέρι και φυλάκισε μέσα το δικό της, το έσφιξε δυνατά! Την κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε. «Πάμε;» ρώτησε.
«Πάμε!» του απάντησε.
 Ξεκίνησε με τη Μαρία, την αιώνια πια αγαπημένη του, το τελευταίο του ταξίδι. Εδώ είχαν εκπληρωθεί όλα τους τα όνειρα. 




Έρωτας με χρώμα φεγγαριού.
Λίγα λόγια για βιβλίο μου.
Μια αγάπη ξεκίνησε πριν από πολλά χρόνια, όταν ο Άγγελος και η Μελίνα ήταν μόλις έξι χρονών. Δυο μικρά παιδιά που από την πρώτη ματιά ο έρωτας άρχισε να ζωγραφίζει από την παλέτα της αγάπης, την ιστορία τους! Ποια θα είναι τα χρώματα που θα χρησιμοποιήσει; Η Άννα Δούκα μισεί θανάσιμα την κόρη της άσπονδης φίλης της. Οι ρόλοι που παίζουν ο Οδυσσέας και η Αφροδίτη στη ζωή της, την υποχρεώνουν να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο με σκοπό την καταστροφή τους. Αδιαφορεί για το ποιον θα χτυπήσει ο όλεθρος που σκορπίζει. Κάποιο ακριβοφυλαγμένο μυστικό κρύβεται πίσω από τις ίντριγκες και τις δολοπλοκίες της. Άραγε, ένας θάνατος θα σταματήσει την προσπάθεια της ώστε η Μελίνα να μην γίνει μέλος της οικογένειας της; Θα καταφέρουν οι δύο νέοι να υπερπηδήσουν τα όσα εμπόδια θα βάλει στο δρόμο τους η Άννα για να ζήσουν μαζί ως το τέλος; Πόσα περίεργα παιχνίδια μπορούν να παίξουν οι άνθρωποι αλλά και η μοίρα;
Δυάς εκδοτική τηλ:6947515713 & 6930636083

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Το δεύτερο πνευματικό μου παιδί θα ανοίξει τις σελίδες του στις 14 Σεπτεμβρίου! ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ! Η χαρά και συγκίνηση μου απερίγραπτη! Ευχαριστώ από καρδιάς την Δυάς Εκδοτική που αγκάλιασε και αυτό με την ίδια αγάπη που αγκάλιασε και το πρώτο! Ένα βιβλίο βασισμένο  σε αληθινή ιστορία που θα σας συναρπάσει!!!!!!!

Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω πως σε λίγες μέρες θα κρατήσουμε στα χέρια μας το νέο μου μυθιστόρημα ΕΡΩΤΑΣ ΜΕ ΧΡΩΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ, βασισμένο σε αληθινά γεγονότα, που θα κυκλοφορήσει από την Δυάς Εκδοτική.
''Έρωτας Με Χρώμα Φεγγαριού'' Σύντομα κοντά σας από την Δυάς Εκδοτική και την συγγραφέα μας Χρύσα Ζανεσή-Αλεξάκη

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Η νεράιδα!

Νεράιδα!!!! 
....... έστρεψε τα μάτια στην ηλιαχτίδα που έμπαινε από την μικρή χαραμάδα. Η πόρτα, το παντζούρι, όπως και η κουρτίνα ήταν καλά κλεισμένα. Εκείνη βρήκε τον τρόπο και τρύπωσε στο σκοτεινό σπίτι. Έπλεξε όλα τα χρώματα της ίριδας σε μια δέσμη φωτός... Το ταξίδι της απρόσκλητης επισκέπτριας σταματούσε πάνω σε μια μικρή κορνίζα. Μια κορνίζα που μέσα βρισκόσουν εσύ! Εσύ την στόλιζες και την έκανες ακόμα πιο όμορφη πιο ξεχωριστή. Κοίταξε τα καστανόξανθα μαλλιά που πλαισίωναν το μικρό προσωπάκι της, τα κάστανα ναζιάρικα ματάκια, την πανέμορφη γαλλική μυτούλα και το κερασένιο στόμα! "¨Τι όμορφη που είσαι καρδιά μου, Πόσο πολύ μου λείπεις". Έστειλε πίσω τη σκέψη η οποία άρχισε να της φέρνει όμορφες αναμνήσεις από εκείνη.... Εκείνη που λατρεύει, πολύ, υπερβολικά!!!.... "Σε αγαπώ Νεράιδα μου!"..... Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη

Σερφάρω αγάπη μου... Σερφάρω!


Σερφάρω Αγάπη μου... Σερφάρω!


Ένα μυθιστόρημα ιδανικό για όλους όσους σερφάρουν ανελλιπώς...!!!!

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Το δάκρυ τ΄ουρανού



Το δάκρυ τ΄ουρανού.

«Oυπς! Ωχ! Άντε πάλι! Δεν ευχαριστήθηκες ακόμα;»
Η Εύα γύρισε το πρόσωπο και κοίταξε όσο πιο ψηλά μπορούσε να φτάσει το βλέμμα της. Προσπάθησε να διαπεράσει το μονότονο και μουντό γκρίζο του ουρανού  αναζητώντας το φωτεινό του γαλάζιο. Τα πυκνά σύννεφα την εμπόδισαν να φτάσει στην ποθητή της απόχρωση. Μέρες τώρα εκείνος είχε φορέσει ένα απαίσιο πανωφόρι το οποίο δεν του πήγαινε καθόλου. Γκρίζα και μαύρα σύννεφα, το είχαν  κεντήσει με περίσσια χάρη αφαιρώντας από την απεραντοσύνη του το χρώμα που τον χαρακτηρίζει. Το γαλάζιο.

«Δεν ευχαριστήθηκες ακόμα να κλαις;» Αναρωτήθηκε ξανά  η Εύα στη δεύτερη χοντρή σταγόνα βροχής που έπεσε με δύναμη στην άκρη των χειλιών της προκαλώντας της ένα μικρό πόνο. «Πέντε μέρες είσαι μελαγχολικός και κλαμένος. Γιατί; Ποιος σε πλήγωσε; Ποιος είναι άραγε η αιτία που σε στενοχώρησε; Άκου ουρανέ την συμβουλή μου  γύρισε  σελίδα και βάλε τα γιορτινά σου! Φόρεσε το λαμπερό σου χρώμα και άφησε ελεύθερα τα άσπρα  σύννεφα να βγουν σεργιάνι στο απέραντο γαλάζιο σου! Δώσε στον ήλιο την ελευθερία του να προβάλει και να ζεστάνει την παγωμένη σου καρδιά. Ίσως έτσι να σε βρει και ο θεός του έρωτα και να σε σημαδέψει με το βέλος του, όπως βρήκε και μένα!! Μέσα σε αυτήν την παγωνιά εγώ φλέγομαι από την φωτιά της αγάπης! Άσε τον ήλιο να βγει ουρανέ!!  Άφησε τον ελεύθερο λοιπόν! Μην τον κρατάς φυλακισμένο πίσω από την μαύρη συννεφιά σου ! Όπως εμένα που δεν μπορείς να με κρατήσεις φυλακισμένη στη θαλπωρή του σπιτιού μου, ούτε με την μονότονη και λυπημένη βροχή σου, ούτε με το τσουχτερό σου κρύο!  Δεν πτοούμε  για να βγω στους δρόμους και να φωνάξω πόσο χαρούμενη είμαι, πόσο ευτυχισμένη! Καμία  θερμοκρασία των μείον 2 βαθμών καμιά μπόρα δεν μπορεί να σκιάσει την χαρά μου! Κοίταξε, με έχεις  παγώσει, σε λίγο  από την ζήλια σου θα με κάνεις  και μούσκεμα, προκειμένου  να  εμποδίσεις τον δρόμο μου και να μη φτάσω στον προορισμό μου.  Όμως εγώ προχωράω για εκεί που με οδηγεί η καρδιά και τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στο  πέρασμα μου, εωσότου να βρεθώ κοντά σε αυτόν που αγαπώ! Να του εξομολογηθώ  ακόμα μια φορά πόσο τον αγαπώ! Να χωθώ στην αγκαλιά του και να γευτώ τα χάδια του, τον έρωτα του! Τι σημασία έχει αν κάνει κρύο! Η αγκαλιά του είναι ζεστή από τις φλόγες της αγάπης του! Τα χάδια του θα ζεστάνουν το κάθε εκατοστό του κορμιού μου! Ο έρωτας του είναι ηφαίστειο έτοιμο να εκτοξεύσει την λάβα του στα δικά μου σωθικά!   Κανένας χειμώνας, καμιά βαρυχειμωνιά δεν μπορεί να εμποδίσει την φωτιά της αγάπης να ανάψει! Καμιά βροχή καμιά ξαφνική νεροποντή δεν μπορεί να την σβήσει! Κανένα χιόνι δεν μπορεί να την καταψύξει! Εκείνη γλιστρά πάνω του σαν καλλίγραμμη σταρ του  πατινάζ και ξεφεύγει, μεγαλώνει,  θεριεύει ακόμα και στη καρδιά του χειμώνα!  Πέταξε λοιπόν ουρανέ τα μαύρα πανωφόρια, διώξε τα σύννεφα και άσε να βγει ολόλαμπρος ο ήλιος. Ένας χειμωνιάτικος ήλιος είναι ότι καλύτερο για μια ερωτευμένη καρδιά όπως η δική μου! 

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΣΤ, έλα




ΣΤ,έλα

........Η ευχή που της έδωσε τότε, περισσότερο τη στενοχώρησε παρά τη χαροποίησε. Διέκοψε βιαστικά την τηλεφωνική συνομιλία και έγειρε στην καρέκλα αποκαμωμένη, σφίγγοντας το κεφάλι της. Τα λόγια της Μαρίας…, στριφογύριζαν στο μυαλό της, ενώ η απογοήτευση σκοτείνιασε το πρόσωπο της. «Εύχομαι κάποια στιγμή να είστε και πάλι μαζί, Στέλλα…» «Δε ζητάω πια το γυρισμό του. Φρόντισε μόνο, σε παρακαλώ, να τον κάνεις όσο πιο χαρούμενο μπορείς…» Έσφιξε δυνατά τα μάτια να μην κυλήσουν τα δάκρυα που θόλωσαν την όραση της. Τον αγαπούσε! Τον λάτρευε!... Οι μέρες, οι μήνες, περνούσαν και εκείνη ζούσε μέσα από τις χιλιάδες αναμνήσεις που της είχε χαρίσει. Ήταν μια ζωντανή νεκρή! Ποτέ δεν κράτησε κακία σε εκείνη, ούτε και σε εκείνον που την έβαλε στη ζωή του… Είκοσι μήνες μετά, καθόταν δίπλα του σε ένα ραντεβού που εκείνος της ζήτησε! Είκοσι μήνες μετά, θυμήθηκε την ευχή που της έδωσε τότε η Μαρία… καθώς της έδινε το φιλί της συγγνώμης του και συνάμα πίσω το γέλιο, τη ζωή!... Έδεσαν σφιχτά τα χέρια και ξεκίνησαν να περπατήσουν σε νέους δρόμους, καθαρούς, με οδηγό την αγάπη. Κάποιες κακοπροαίρετες ή και απεγνωσμένες προσπάθειες, που έκαναν ορισμένοι για να διαλύσουν τον έρωτα τους, κλόνισαν για λίγο την εμπιστοσύνη της μα δυνάμωσαν την αγάπη τους και έπεσαν στο κενό… Ήταν αποφασισμένοι να μείνουν αγκαλιασμένοι για όσο καιρό η μοίρα και ο Θεός ήθελε!!!!.........(αποσπασμα απο τη ΣΤ,έλα Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ασήκωτη η προσμονή

Ασήκωτη η προσμονή

Ώρα έξι πμ. Το ξυπνητήρι χτυπούσε επίμονα, όμως εκείνη δεν είχε τη δύναμη και το κουράγιο ν’ απλώσει το χέρι και να πατήσει το μαγικό κουμπί, που θα το έκανε να πάψει πρωινιάτικα. Άκουσε μια νυσταγμένη φωνούλα δίπλα της, γεμάτη παράπονο να της λέει 
«Γιαγιά, κλείσε αυτό το παλιοξυπνητήρι!!» 
Ανασήκωσε τα σκεπάσματα και με χέρι τρεμάμενο σταμάτησε τον πρωινό συναγερμό που είχε σημάνει. Γύρισε στη μικρή νεράιδα που ήταν ξαπλωμένη δίπλα της, την πήρε αγκαλιά και έπιασε και με τα δυο χέρια το μουτράκι της.
«Μικρούλα, πρέπει να σηκωθούμε! Έφτασε η ώρα!»
«Μείνε ακόμα λίγο, γιαγιά! Κάνει κρύο και είναι τόσο ζεστά εδώ!»
«Μακάρι, κοριτσάκι μου, να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο, και να σε κρατήσω για πάντα στην αγκαλιά μου!» Της χάιδεψε τα μαλλιά και ρούφηξε το άρωμα, από το παιδικό σαμπουάν, βαθιά μέσα της!
«Δεν θέλω να πάω στην Αυστραλία!» Άλλο ένα παράπονο βγήκε από το πανέμορφο στοματάκι.
«Και αν δεν πας μικρή μου κυρία, πώς θα έρθει η γιαγιά να σε δει; Πώς θα σταματήσει να φοβάται τα αεροπλάνα, αν δεν την βοηθήσεις εσύ;»
«Εντάξει γιαγιά, θα πάω!» είπε με δυνατή φωνή.
«Ναι κοριτσάκι μου, και να ξέρεις ότι η γιαγιά θα σε αγαπάει πάντα! Για πες, ζωή μου, πόσο σ’ αγαπώ;»
«Πολύ, υπερβολικά!» απάντησε και άνοιξε διάπλατα τα χεράκια της.
«Έτσι ομορφιά μου, όπως σου το λέω χρόνια τώρα, πολύ, υπερβολικά! Να το θυμάσαι πάντα, μου το υπόσχεσαι;»
«Ναι, όπως υποσχέθηκα και στο μπαμπά να μην βγάλω ποτέ τον σταυρό του από το λαιμό μου!»
«Πρέπει να κρατάς τις υποσχέσεις που δίνεις!» Της χάρισε ένα χάδι στο ροδοκόκκινο από τον ύπνο, μαγουλάκι της.
«Θα τις κρατάω, γιαγιά»
«Νομίζω είναι ώρα να σηκωθούμε. Άκου, η μαμά έχει ήδη σηκωθεί, όπως και ο παππούς»
«Δεν θα κοιμηθούμε ξανά μαζί, γιαγιά;» τη ρώτησε.
«Και βέβαια Χρύσα μου, όταν με το καλό γυρίσεις από εκεί που θα πας».
Η Χρύσα σηκώθηκε από το κρεβάτι, ενώ εκείνη έμεινε ακίνητη να σκέφτεται πως η κάθε σκηνή που θα εκτυλισσόταν αυτό το πρωινό του Μάρτη, τη μιάμιση ώρα που απέμενε ως το αντίο, θα ήταν η τελευταία. Μιας παράστασης που κράτησε τριάντα χρόνια, από την ώρα που έφερε στον κόσμο την κόρη της και επτά από τότε που κι εκείνη έφερε τη δική της!
Μετά από χρόνια ο έρωτας, για τη Χαρά, που ξαναχτύπησε την πόρτα της καρδιάς της, ερχόταν από την άλλη άκρη της γης! Η απόσταση και ο χρόνος δεν κατάφεραν να βάλουν κανένα εμπόδιο να τον σταματήσουν! Αντιθέτως, τον μεγάλωσαν, τον θέριευσαν, με αναμενόμενη κατάληξη: το γάμο! Έναν γάμο με όλους τους καλούς οιωνούς. Την αγάπη και το σεβασμό. Την κατανόηση και την εμπιστοσύνη.
Το μόνο μαύρο σημάδι, που υπήρχε από την αρχή, ήταν ο ξενιτεμός! Ο αποχωρισμός, για κείνη, από τα παιδιά της. Από την κόρη και την εγγονή της.
Σκούπισε τα δάκρυα, τα οποία έτρεχαν ασταμάτητα, πέταξε μακριά τα σκεπάσματα και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Σε λιγότερο από μισή ώρα, και πριν ακόμα ετοιμάσει το γάλα της μικρής νεράιδας και το φρέσκο χυμό πορτοκαλιού της Χαράς, το σπίτι γέμισε από φίλους και συγγενείς. Είχαν έρθει να τις αποχαιρετίσουν. Δεν έβλεπε κανέναν τους. Κοίταζε μια την εγγονή και μια την κόρη της! Δεν ήθελε να χάσει ούτε δευτερόλεπτο από τις τελευταίες στιγμές που θα περνούσε μαζί τους.
Κράτησε τη μικρή Χρύσα αγκαλιά, χωρίς να τη σφίγγει, μην τυχόν και την πονέσει. Έπνιξε τη φωνή της για να μη φωνάξει δυνατά στην κόρη της «μη φεύγεις παιδί μου! Μη μου την παίρνεις!»
Ποτέ δεν κατάλαβε πώς τα κατάφερνε ο χρόνος και όταν δεν ήθελε να περάσει, αυτός κυλούσε και χανόταν σαν νερό. Οι δείκτες του ρολογιού έτρεχαν, κάνοντας αυτόν τον εκνευριστικό θόρυβο, τικ-τακ, τικ- τακ, που τρυπούσε το μυαλό και μάτωνε την καρδιά της. Όταν πάλι, έπρεπε να φύγει γρήγορα, να περάσει η καταραμένη ώρα, τότε οι δείκτες πάγωναν, έμεναν στάσιμοι σε ένα σημείο, ενώ μια απόλυτη σιωπή απλωνόταν παντού.
Η μεγάλη στιγμή είχε φτάσει! Οι βαλίτσες φορτωθήκαν, και το μόνο που έμενε να δοθεί ήταν η τελευταία αγκαλιά. Πώς να σηκωθεί από την καρέκλα; Πώς ν’ απλώσει τα χέρια στην κόρη της, πώς να τη φιλήσει; Πώς να της πει «στο καλό»; Πώς να αγκαλιάσει τη μικρή της νεράιδα και να πει «αντίο»; Πώς να κοιτάξει τα μελιά ματάκια όταν ξέρει ότι θα κάνει χρόνια να τα δει; Πώς; Όμως, έπρεπε να το κάνει. Μηχανικά και με τρεμάμενα πόδια έφτασε και σταμάτησε στην πόρτα. Η κόρη της άπλωσε τα χέρια και τη φυλάκισε μέσα τους. Εκείνη ακούμπησε το κεφάλι στο λαιμό της και ψιθύρισε με σπασμένη φωνή από το κλάμα «παιδί μου!»
«Μαμά, μη μου το κάνεις αυτό! Μην κλαις, σε παρακαλώ! Μη μου δυσκολεύεις τούτη την ώρα!»
«Όχι! Όχι, παιδί μου!» Είδε τα βουρκωμένα μάτια της Χαράς και πήρε μια βαθιά ανάσα οξυγόνου. Όρθωσε το σώμα. Έκανε πέτρα την καρδιά να μη ραγίσει, βράχο το κορμί να μη λυγίσει και με σταθερή φωνή συνέχισε «στο καλό! Καλό ταξίδι! Η ευχή μου να σε ακολουθεί όπου και αν πας, σε ό,τι και αν κάνεις! Μη ξεχνάς πως πάντα θα είμαι εδώ στην πόρτα να σε περιμένω!»
Η Χαρά έφυγε από κοντά της, αφού πρώτα της έδωσε ένα μεγάλο φιλί στο μάγουλο.
«Νεράιδα! Έλα κοντά μου! Έλα στη γιαγιά!» φώναξε στην εγγονή της.
Η Χρύσα σταμάτησε μπροστά της. Έπιασε το πολυαγαπημένο προσωπάκι της μικρής στα δυο της χέρια και κάρφωσε τα κλαμένα μάτια πάνω του. «Χρυσάκι μου, ζωή μου, καλό ταξίδι! Να ξέρεις πως σ’ αγαπώ πολύ, υπερβολικά! Θέλω να μου προσέχεις τη μαμά για να μπορεί κι εκείνη να προσέχει εσένα. Έτσι, ακριβή μου; Θέλω ακόμη να προσέχεις και το Μανώλη, για να μπορεί κι αυτός με τη σειρά του να κάνει το ίδιο για σένα και τη μαμά. Ναι;»
«Ναι, γιαγιά! Σ΄ αγαπώ πολύ!»
«Κι εγώ, μωρό μου!»
«Γιαγιά, γιατί κλαις;»
«Δεν κλαίω, καρδιά μου, δεν κλαίω!»
Κράτησε, από την τελευταία εκείνη εικόνα, το βλέμμα της Χρύσας. Εκείνα τα λυπημένα και απορημένα παιδικά ματάκια που την έβλεπαν κλαμένη για πρώτη φορά.
Έφυγαν… Χάθηκαν… Έμεινε μόνη να κοιτάζει τον άδειο δρόμο. Δεν είχε το κουράγιο να πάει στο αεροδρόμιο να τους αποχαιρετίσει. Δεν θα το άντεχε! Μπήκε αργά στο σπίτι και άφησε τη στεναχώρια και τη λύπη να ξεχυθεί από τα σωθικά της, που τόση ώρα έψαχναν μια διέξοδο φυγής. Θα έκανε χρόνια να δει τα παιδιά της. Ήταν ασήκωτο το φορτίο της προσμονής που φόρτωσαν στους ώμους της. Τριάντα ολόκληρα χρόνια δεν είχε αποχωριστεί ποτέ από την κόρη της. Ποτέ! Δούλευαν ακόμα και στον ίδιο χώρο. Κάτι σποραδικά ταξίδια, πέντε ή δέκα ημερών, ήταν η διάρκεια του χωρισμού τους.
Όταν η κόρη παντρεύτηκε για πρώτη φορά, πήγε να μείνει μόνο λίγα μέτρα μακριά της, και όταν και εκείνη έγινε μάνα, μεγάλωναν και πρόσεχαν μαζί το θησαυρό τους. Αρκετές ήταν οι φορές που «τσακώνονταν» για το που θα κοιμηθεί η νεράιδα. Πάντα νικούσε η γιαγιά, μιας και η Χαρά δεν μπορούσε να αντισταθεί στο παρακαλετό της ύφος.
Η Χρύσα ήταν η ζωή της. Αμέτρητες ήταν οι φορές που έδιωχναν τον παππού να πάει στο άλλο δωμάτιο να κοιμηθεί, για να έχουν ολόκληρο το διπλό κρεβάτι οι δυο τους. Να πουν παραμύθια που η ίδια έγραφε. Να ταξιδέψουν παρεούλα σε μαγικά κάστρα, σε ουρανούς γεμάτους αστέρια. Να ψάξουν το χαμένο καγκουρίκι, τον Τζινάρ! Να βρουν τρόπους ώστε να παντρέψουν τον ήλιο με τη σελήνη. Να πάρουν μαζί το πρωινό τους. Να παίξουν, να κυλιστούν στα πατώματα. Να βγουν στην αυλή και να κόψουν λουλούδια. Να ζωγραφίσουν. Να κάνουν ό,τι κάνει η κάθε χαζογιαγιά με την εγγονή της!
Κάθισε στην καρέκλα που καθόταν πριν δεκαπέντε λεπτά. Πριν φύγουν. Έπιασε το κεφάλι με τα δυο της χέρια. Ένα παραμιλητό άρχισε να βγαίνει από τα λυπημένα χείλη. Έλεγε όλα εκείνα που ήθελε να πει και δεν τα είπε μόνο και μόνο για να μη στενοχωρήσει την κόρη της. Τα ψιθύριζε στο Θεό, να τα μεταφέρει Εκείνος με το δικό του τρόπο. ΟΧΙ! Δεν βαρυγκωμούσε που το παιδί της πήγαινε να συναντήσει την ευτυχία. Έδινε χιλιάδες ευχές, μέσα από τα τρίσβαθα της καρδιάς της, να στρωθούν χρυσά χάλια στους δρόμους όπου θα βάδιζαν εκείνη, ο άντρας της και η Χρύσα. Παρακαλούσε το Θεό, η ξένη χώρα που θα τις φιλοξενούσε να άνοιγε μια τεράστια αγκαλιά να τις έκλεινε μέσα και να γινόταν πιο ζέστη, πιο τρυφερή από τη δική της.
Ήξερε πως ο άνθρωπος, που επέλεξε η Χαρά, δεν αγαπούσε μόνο εκείνη, άλλα και τη νεράιδα. Ήταν σίγουρη για την ευτυχία που θα τους χάριζε. Όμως! Η απόσταση που τους χώρισε, τεράστια! Δεν μπορούσε να τη διανύσει για πολλούς και διάφορους λόγους. Η απουσία τους αβάσταχτη. Η Χαρά και η εγγονή της στην πιο μακρινή ήπειρο. Η Χρύσα της θα μεγάλωνε χωρίς εκείνη να μαζέψει αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια. Δεν θα ήταν δίπλα της να της πει, με το παραπονιάρικο υφάκι της, πως η μαμά τη μάλωσε. Δεν θα έτρεχε να κρυφτεί στην ποδιά της, όταν θα είχε κάνει τις αταξίες της. Δεν θα της χάιδευε τα καστανόξανθα σαν μετάξι μαλλάκια. Δεν θα την άκουγε πια, παρά μόνο από την κρύα συσκευή του τηλεφώνου. Δεν θα την έβλεπε, πέρα από το παγωμένο skype, και το πιο σημαντικό για κείνη, δεν θα μπορούσε να την ακουμπήσει!
Σηκώθηκε από την καρέκλα και κατευθύνθηκε στο υπνοδωμάτιο. Τα ρουχαλάκια της μικρής, ήταν διάσπαρτα στο κρεβάτι και στο πάτωμα, όπως τα πέταξε πάνω στη βιασύνη της να ντυθεί για να φύγει. «Να φύγει!» Σκέφτηκε τα λόγια της όταν είπε «γιαγιά, άσε με να ντυθώ! Πρέπει να φύγω!» Τα μάζεψε και τα έσφιξε για λίγο στο στήθος. Άρχισε να τα διπλώνει. Τα ροζ πιτζάμακια, τα έβαλε δίπλα στο μαξιλάρι. Το μαύρο σορτσάκι με το ασημοκεντημένο μπλουζάκι και το λευκό καλσόν, πάνω στο κομοδίνο, ενώ τα μαύρα παπουτσάκια, τύπου μπαλαρίνας, τα στόλισε στη γωνιά του δωματίου. Εκεί θα τα έβρισκε η Χρύσα όταν θα ερχόταν για διακοπές.
Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε από το σπίτι. Πήγε στη δουλειά. Πόσο άδειος και κρύος ήταν ο χώρος της εργασίας τους. Έλειπαν το γέλιο και τα αστεία της Χαράς. Ξαφνικά ο κόσμος έχασε κάθε ενδιαφέρον, ένιωσε τόση μοναξιά, και ας είχε τόσους ανθρώπους γύρω της. Για καιρό τα μάτια της ήταν πάντα βουρκωμένα και κόκκινα από το σφίξιμο, για να μην βλέπουν τα δάκρυά της. Τις νύχτες όμως, τα άφηνε να ξεχυθούν, για να βγάλει από μέσα της τον πόνο από την απουσία τους.
Ο χρόνος κυλάει αργά χωρίς εκείνες. Τις βρίσκει, όμως, μέσα στις φωτογραφίες που έχει τοποθετήσει σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Ανάμεσα σε άψυχα αντικείμενα στα οποία έχουν αφήσει δικά τους σημάδια επάνω. Κάνει υπομονή και περιμένει. Περιμένει την ημέρα που θα σταθεί και πάλι στην πόρτα να τους υποδεχτεί.
Όμως, είναι ασήκωτο το φορτίο της προσμονής!

Στον Μανόλη, τη Χαρά και τη νεράιδα της ζωής μου, τη Χρύσα. 11- 3 - 2014

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΣΤ,έλα


  ΣΤ,έλα
............Αναστέναξα και κάθισα πιο αναπαυτικά στην καρέκλα μου,  Έκλεισε τα μάτια ξανά και άρχισε…
«Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, θα υποδεχόμασταν τον χρόνο όλοι μαζί στο σπίτι μας. Αφού δώσαμε όλες τις ευχές για μια χρονιά γεμάτη υγεία και χαρά, ντύθηκα γρήγορα για να τρέξω, να πετάξω αν μπορούσα να βρεθώ κοντά του. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πάτησα γρήγορα το γκάζι, ο δρόμος μού φαινόταν ατέλειωτος. Στο κάθισμα του συνοδηγού είχα το δώρο του, το αγαπημένο του άρωμα. Όταν χτύπησα την πόρτα του, έμεινα άφωνη μπροστά στο θέαμα που αντίκρισα. Όλο το σπίτι ήταν φωτισμένο με κεριά. Ξεπερνώντας την έκπληξη μου, μπήκα μέσα με το δεξί πόδι μες στην τρελή χαρά και σχεδόν φωνάζοντας
“Χρόνια πολλά, αγάπη μου! Καλή χρονιά!”
“Χρόνια πολλά, μωρό μου!” αντευχήθηκε εκείνος ενώ με σήκωσε στην αγκαλιά του και με στριφογύρισε φιλώντας. Όταν με άφησε κάτω μια ακόμα έκπληξη με περίμενε. Στο δάπεδο, στο τραπέζι, όπου και αν γύριζα τα μάτια μου, ήταν διάσπαρτα ροδοπέταλα. Ένα σπίτι γεμάτο κεριά και ροδοπέταλα. Τον κοιτούσα απορημένη.  Κατάλαβε την απορία μου και μου είπε.
“Για να περπατήσεις πάνω σε αυτά εσύ, Στέλλα!”
«Μα οι εκπλήξεις δεν σταμάτησαν εκεί. Είχε ετοιμάσει ένα πρωτοχρονιάτικο δείπνο που όσο λιτό κι αν ήταν, είχε ξεχωριστή αξία για μένα. Τίποτα το ιδιαίτερο, κάτι πολύ καθημερινό μπορώ να πω. Μια καρμπονάρα.  Εμένα μου ζήτησε μόνο να καθίσω, ήθελε να με περιποιηθεί με τον δικό του τρόπο σαν ένας σωστός οικοδεσπότης. Με πόση όρεξη φάγαμε εκείνη την πρώτη βραδιά του χρόνου!  Και οι εκπλήξεις συνεχιστήκαν. Σηκώθηκε και αργά άνοιξε ένα μπλε κουτάκι σε σχήμα τριαντάφυλλου. Με μιας το στήθος μου στολίστηκε από έναν λευκόχρυσο σταυρό που φόρεσε στον λαιμό μου…»
»“Για να σε προσέχει πάντα, μωρό μου” είπε καθώς με γύριζε για να σφραγίσει με ένα ακόμα φιλί τα χείλη μου. Τότε του έδωσα και εγώ το δώρο μου, το άρωμα που του είχα αγοράσει. Με σήκωσε τρυφερά στα χέρια του και με πήγε στο υπνοδωμάτιο, μέσα από το λιγοστό φως των κεριών κατάφερα να διακρίνω τα ροδοπέταλα που ήταν στρωμένα στο κρεβάτι. Δάκρυα ευτυχίας ανέβηκαν στις άκρες των ματιών μου. “Σ’ αγαπώ πιο πολύ και από τη ζωή μου!” του είπα και αφέθηκα στα φιλιά του. Κάναμε πολλές φορές έναν τρελό, παράφορο έρωτα επάνω στα ροδοπέταλα. Με σεργιάνισε αρκετές φόρες στα σοκάκια της ηδονής.  Το ξημέρωμα της πρώτης μέρας του χρόνου μας βρήκε αγκαλιά, να του δίνω χιλιάδες υποσχέσεις αγάπης, καθώς ο ήλιος έριχνε τις πρώτες αχνές ακτίνες του στην δική του μεγάλη αγάπη, τη γη. Έφυγα όταν είχε ξημερώσει για τα καλά, έχοντας ζήσει μια παραμυθένια πρωτοχρονιά».

 »Έζησα ένα παραμύθι με τον Τσαμπίκο μου, τον άνθρωπο που αγαπώ πιο πάνω από τη ζωή μου. Η λέξη “ευτυχία” την οποία μου χάριζε, ήταν πολύ μικρή για να περιγράψω αυτό που εγώ ένοιωθα. Όλη η Ρόδος αγκάλιαζε την αγάπη που ζούσα. Κάναμε μπάνιο παίζοντας με τα κρυστάλλινα νερά στην τεράστια ακρογιαλιά της Λαχανιάς. Σβήναμε τον πόθο μας μέσα στην θάλασσα και στην καυτή άμμο της παραλίας. Ζούσα μια πρωτόγνωρη αγάπη. Ήξερα ότι με την ανατολή του ηλίου κάτι διαφορετικό με περίμενε. Και εγώ τον αγαπούσα!  Τον λάτρευα όλο και πιο πολύ»..... Χρύσα Ζανεσή Αλεξάκη Απο την συλλογή διηγημάτων "Έρωτες στα δωδεκάνησα